33 Ποιητικά αίτια. Κ. Κυτούδης



33 Ποιητικά αίτια



Και ποιος να εξέρει αλήθεια να πει, τι να είναι η ποίηση ; = 1728

Δεν υπάρχει στο σύμπαν σε οποιαδήποτε διάσταση αιτιατό, δίχως αίτιο. Για κάθε αποτέλεσμα, προϋπήρξε κι ένα αίτιο, ένας λόγος για την οποιαδήποτε δημιουργία και η απλή σκέψη και μόνον, μπορεί να είναι το πιο ισχυρό αίτιο, αν και δεν υπάρχει απλή σκέψη γιατί όλα, ενέχουν ή διέπονται από την ίδια ενέργεια, ή γενεσιουργό αιτία. Το αίτιο και αιτιατό, είναι οι νόμοι που διέπουν τα πάντα στο σύμπαν και φυσικά, η ποίηση δεν μπορεί ν’ αποτελεί την εξαίρεση.
Δεν είναι κάτι αυτόματο, κάτι απλό που απλά συμβαίνει, συμβαίνει, αλλά τι, και που συμβαίνει; Σίγουρα ευρισκόμενος ο ποιητής στην φυσική υπόσταση και διάσταση, αντιλαμβάνεται και επικοινωνεί συγχρόνως και με άλλες, δεν λειτουργεί ποτέ με την λογική, κι ας πιστεύει ότι εκ γενετής έχει το ποιητικό χάρισμα. Δεν το είχε, δεν το έχει, και δεν πρόκειται να το έχει εκ της γεννήσεως.
Αυτό ίσως ποσοτικά που έχει περισσότερο, είναι η αγωνία για το άγνωστο, η θλίψη για το άδικο, τα χιλιάδες ερωτηματικά για το επέκεινα, πολλά ακόμη και όλα αυτά, τον κάνουνε στο τέλος να γράφει.
Το αποτέλεσμα της γραφής του όμως (αιτιατό) χωρίς την γνώση των πρωταρχικών στοιχείων (αίτιο) θα είναι τις περισσότερες φορές μια προφανής αστοχία. Δίχως συγκεκριμένους νόμους και αρχές, δηλαδή άναρχο, δηλαδή χωρίς ισορροπία και φυσικά, με άδοξο και προδιαγεγραμμένο τέλος.
Τίθεται το ερώτημα εάν ο ποιητής, είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει. Θα έλεγα, ο οποιοσδήποτε κάνει τι, εάν δεν γνωρίζει τι είναι αυτό που κάνει, απλά, δεν θα το κάνει σωστά. Και δεν μπορώ να δεχθώ πως όσοι γράφουν, απ’ την αρχή, χωρίς να γνωρίζουν, γνωρίζουν όμως ότι γράφουν σωστά. Η ποίηση δεν ορίζεται από τους νόμους του κριτικού λόγου, γιατί απλά δεν ενέχει τη λογική. Επί παραδείγματι αναφέρει ο Γκάντ, στο έργο του «Κριτική του λόγου»:

Αναφέρει στον βασικό νόμο του πρακτικού λόγου πως: να συμπεριφέρεσαι έτσι, που το αξίωμα που ρυθμίζει τη βούλησή σου να μπορεί κάθε φορά να ισχύει σαν αρχή παγκόσμιας νομοθεσίας.

Στον φυσικό νόμο, που σ’ αυτόν υπάγονται τα αντικείμενα πρέπει ν’ αντιστοιχεί ένα σχήμα, δηλαδή ένας παγκόσμιος τρόπος σκέψης (που μ’ αυτόν να εκδηλώνεται a priori στις αισθήσεις ή καθαρή έννοια της διάνοιας, που καθορίζει ο νόμος).

Ο κανόνας της κρίσης, σύμφωνα με τους νόμους του πρακτικού λόγου είναι ο εξής: Να ζητάς μέσα σου να δεις αν την πράξη που έχεις στο νου σου, θα μπορούσες να τη θεωρήσεις σαν δυνατή με τη βούλησή σου, αν θα έπρεπε να γίνει σύμφωνα με τον νόμο της φύσης, που εσύ ο ίδιος είσαι ένα μέρος της. Κατά τον κανόνα αυτόν, ο καθένας κρίνει τις πράξεις αν είναι ηθικώς καλές, ή κακές.

Ο σεβασμός είναι τόσο λίγο συναίσθημα ηδονής, που με μεγάλη δυσκολία τον παραδεχόμαστε για κάποιον άνθρωπο. Προσπαθούμε να βρούμε κάτι τι, που να ελαττώσει το βάρος, που νιώθουμε σ’ ένα τέτοιο παράδειγμα, κάποιο ελάττωμα που θα τον ταπείνωνε.

Η ποίηση όμως, δεν διέπεται από την διαλεκτική, ούτε και την λογική, και αν θέλετε η ταπείνωση ως αποτέλεσμα, αφορά προσωπικά τον κάθε  ποιητή και φυσικά, ανάλογα με τις ποιητικές του επιλογές, θα έλεγα ότι είναι στο τέλος, αυτοταπείνωση. Για να κάνεις οτιδήποτε, αλίμονον αν δεν έχεις προετοιμαστεί κατάλληλα. Τότε, δεν χρειάζεται κανείς για να σου υποδείξει τη διαφορά του ψηλά, από το χαμηλά.
Μπορεί να μην το δέχεσαι, αλλά το ξέρεις απόλυτα. Ας πάμε λοιπόν στα τριαντατρία ποιητικά αίτια που κατά την άποψή μου, θα πρέπει να τα γνωρίζει κανείς προκειμένου, ν’ ασχοληθεί σοβαρά με την ποίηση.

Όσο μπορώ πιο επιγραμματικά θα αναφερθώ διότι το καθένα, είναι από μόνο του μια τεράστια θεματολογία, αρκετών σελίδων, και αρκετού χρόνου. Έχουμε λοιπόν:

1. Η επιθυμία. Ενέχει σαν πρώτιστο και κυρίαρχο στοιχείο την αγάπη. Η επιθυμία για δημιουργία, για έναν κόσμο που δεν υπάρχει, γιατί εάν ήδη υπήρχε, δεν θα υπήρχε λόγος επιθυμίας και κατά συνέπεια, και λόγος δημιουργίας.

2. Η ηθική. Για κάθε πράξη, θα πρέπει απαραίτητα να υπάρχει κι ένας ηθικός λόγος. Ποιητές χωρίς ηθική, γίνονται μόνον κακοί ποιητές. Ο μεγάλος υπέρμαχος της ηθικής ο Σωκράτης, έλεγε πως η ηθική διδάσκεται αλλά το θέμα που προκύπτει, είναι το ποιος θέλει να γίνει μαθητής σε κάτι που πιστεύει ότι το έχει ήδη εκ της γεννήσεώς του, τόσο την ηθική, όσο και τη γνώση. Είναι απλά, θέμα εγωισμού και με τον εγωισμό, κανείς δεν γίνεται ποτέ καλός μαθητής γιατί απλά θεωρεί, ότι είναι ήδη διδάσκαλος.

3. Η θυσία. Η κάθε δημιουργία είναι και μια θυσία. Ποτέ μια κατάκτηση κάποιας κορυφής, ποτέ ένας δρόμος ανταγωνισμού με έπαθλο, ποτέ μια διαδρομή με εκκωφαντικά επιφωνήματα παρά μονάχα, η απόλυτη γύμνια της ψυχής, του απόκρυφου έως τότε κόσμου. Είναι πάντοτε μια προσωπική υπόθεση κι ένας δρόμος απόλυτα μοναχικός.
Είναι ένας δρόμος που φοβίζει τους περισσότερος και γι’ αυτό ασχολούνται επιδερμικά άλλωστε, όταν ακούει κανείς για θυσία, προτιμά να απέχει, ας την κάνει άλλος και την κατάλληλη στιγμή, θα κάνουν την εμφάνισή τους για τα εύσχημα. Τρομάζει πολύ η λέξη θυσία, αλλά λίγοι έχουν αναλογιστεί τη μεγαλύτερη ίσως θυσία, αυτήν που αναφέρει ο Κορνάρος στο αριστούργημά του «Η θυσία του Αβραάμ» που λέγει:

Δούλοι καλοί και τέκνα μου, το πράγμα το ζητάτε
να σας το πω, γιατί, και πιστικά ρωτάτε,
απόψε το μεσάνυκτον, από φωνής Αγγέλου
ήκουσα πως το τέκνον μου, στους ουρανούς το θέλουν,
το τέλος τ’ έχει να γενεί μ’ έτοιον βαρύ κανόνα
οπού δεν εγροικήθηκεν, εις όλον τον αιώνα.

Μπροστά στη θυσία του Αβραάμ, η ποιητική θυσία μοιάζει απλά ένας και μόνον κόκκος άμμου στο σύμπαν.

4. Η ανάγκη. Κάτι σε κάνει να θες να δημιουργήσεις και σαν αίτιο, είναι η ανάγκη. Ανάγκη για να υπάρχεις, να αυτοπροσδιορίζεσαι, να δοκιμάζεις, να γνωρίζεις, να μαθαίνεις, να πέφτεις και να σηκώνεσαι, να κοιμάσαι και να ξυπνάς. Η τελειότητα, δεν έχει ανάγκες παρά μονάχα τα ατελή.

5. Η παρατήρηση. Ότι ακριβώς ενέχει και η φιλοσοφία. Τα μεγάλα ερωτηματικά, τα μεγάλα ιδεώδη, οι χιλιάδες αναπάντητες ερωτήσεις, τα άχραντα και απόκρυφα μυστήρια, τα επέκεινα από την φυσική μας διάσταση αλλά και τα γύρω μας. Όλα τα στοιχεία εκείνα, που στο τέλος θα δίνουν μια απάντηση. Είναι ένας δρόμος που πρέπει ο ποιητής να τον τρέξει, και να βγει στο τέλος γνώστης και νικητής. Όπως αναφέρει ο Παλαμάς στον λόγο Η΄προφητικό, στον δωδεκάλογο του γύφτου που λέγει:

Θέλω ως άρχισα το δρόμο να τον τρέξω
πέρα ως πέρα αρματηλάτης νικητής·
τη χρυσή την αλυσίδα ποιος θα κόψει
της ορμής μου, της χαράς μου, της γιορτής;

Και να μην είναι κανείς στο τέρμα για να κόψει την αλυσίδα, δεν πειράζει. Τότε θα νιώθει πλούσιος, γεμάτος, και θα έχει κατανοήσει πως αξία, δεν είχε η νίκη, αλλά η διαδρομή προς τη νίκη.

6. Ο στόχος. O στόχος είναι η βελτίωση της ζωής, του ανθρώπινου είδους, η διάδοση της ηθικής για έναν καλύτερο κόσμο μέσω της ποίησης. Οι ποιητές μπορούνε ν’ αλλάξουν τον κόσμο αφού πρωτίστως, φροντίσουν ν’ αλλάξουν τον εαυτό τους. Θα πρέπει όμως να βουτηχτούν σε κάποια θάλασσα που ίσως δεν γνωρίζουν, σ’ έναν δρόμο ή μια ατραπό άγνωστη προκειμένου, ν’ αγγίξουν τα υψηλά της ποίησης. Η ποίηση, είναι πάντοτε εκεί, παρατηρεί και σιγανά κι απόκρυφα συμβουλεύει, όπως στην «Αμοργό», του Γκάτσου που λέγει:

Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
άνθη πουλιά ελάφια,
να βρεις μιαν άλλη θάλασσα, μιαν άλλη απαλοσύνη.

Και αυτό που αναζητάς, κάποτε το αγγίζεις, και κάποτε το χάνεις, αλλά θα πρέπει να συνεχίζεις (αδέρφι) μου, όπως ακριβώς ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου που λέγει:

Αδέρφι μου, γνωρίζω το, θωρώ τον κόπο χάνω
και το ζυγώνω έτσι μακριά, ποτέ μου δεν το φτάνω.

Κι ωσάν από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει
τρεμουλιασμένο κι άφαντο και με καιρόν πληθαίνει,
κάνει κορμί, κάνει φτερά, καθ’ ώρα μεγαλώνει
και πορπατεί, χαμοπετά, φτερούγια του ξαπλώνει,
κι απ’ άφαντο κι από μικρό, που τον όντεν εφάνη
κορμί, φτερά και δύναμη, και μεγαλότη κάνει.

7. Η γλώσσα. Όλες οι γλώσσες του κόσμου, μοιάζουν φτωχές μπροστά σ’ αυτά που θέλει να πει και να εκφράσει ένας ποιητής. Μοναδική εξαίρεση, η ελληνική γλώσσα, που συνεχίζει να γεννά συνέχεια λέξεις αλλά αυτό, προϋποθέτει πολύ, μα πάρα πολύ διάβασμα. Θα πρέπει πρώτα κανείς, να είναι γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και όχι μόνον. Να την αγαπά και να την προστατεύει, σαν άχραντο ιερό. Όπως περίπου αναφέρει ο Παλαμάς στον δωδεκάλογο του γύφτου, στον λόγο Δ΄ «ο θάνατος των θεών» που λέγει:

Και στη γλώσσα που τη μίλησα
και (που; πότε; πως;) την πήρα
και την φύλαξα σαν λείψανο
ξεσκισμένο από πορφύρα.

8. Η γνώση. Η γνώση είναι απαραίτητο στοιχείο στην ποίηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη φύση, δεν θα μπορέσει να γράψει ένα καλό ποίημα. Θα μπορέσει, αλλά θα είναι η εξαίρεση. Όλοι οι υπόλοιποι, θα πρέπει να έχουμε γνώση. Της ιστορίας, του πολιτισμού μας, την απαρχή της ποίησης έως τα σήμερα, τους αρχαίους ποιητές ξεκινώντας απ’ τον Όμηρο, την Βυζαντινή περίοδο της ποίησης, την περίοδο της παλατινής ανθολογίας, την Κρητική λογοτεχνία, την επτανησιακή σχολή, έως και τους μοντέρνους ποιητές του περασμένου αιώνα, μείζονες και ελάσσονες, όλοι έχουνε προσφέρει, και όλοι έχουνε να πούνε πράγματα για την ποίηση. Χωρίς γνώση, είναι σα να προσπαθείς ν’ ανακαλύψεις τον τροχό από την αρχή, και αυτό στην ποίηση είναι απλώς άστοχο.

9. Η εθνικότητα. Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ποίηση, ή καλύτερα η μεγάλη και ωραία ποίηση, δεν μεταφράζεται. Είναι γνωστό το φαινόμενο της προσπάθειας πεζοποίησης προκειμένου, να μεταφραστεί για μεγαλύτερη ίσως αναγνωσιμότητα και αποδοχή. Μπορεί ο ποιητής να κερδίσει, αλλά η ποίηση χάνει, όταν της αφαιρείς τον λυρισμό, τον ρυθμό και το μέτρο. Θα πρέπει να γνωρίζει κανείς γιατί γεννήθηκε έλληνας, ή κάτι άλλο και αυτό, να το τιμά με τον καλύτερο ποιητικό τρόπο γιατί απλά, απευθύνεται στον λαό που τον γέννησε γιατί μόνον αυτός, θα μπορέσει να τον καταλάβει, να τον εκτιμήσει, και τέλος να τον αγαπήσει, γιατί απλά, μιλούν την ίδια γλώσσα.

10. Η κληρονομιά. Ο ποιητής, οφείλει να γνωρίζει την ποιητική κληρονομιά της γλώσσας του ξεκινώντας φυσικά από τον Όμηρο. Να γνωρίσει το ποιητικό του μέτρο, το λεγόμενο βασιλικό μέτρο, τα ελεγειακά δίστιχα. (Ο πρώτος στίχος: αποτελείται από δύο τριποδίες ή, έξι δακτυλικούς πόδας με τον τελευταίο, πάντοτε καταληκτικό και δισύλλαβο ήτοι: δακτυλικός εξάμετρος δεκαεπτασύλλαβος καταληκτικός και ο δεύτερος στίχος: είναι και αυτός εξάμετρος αλλά με κομμένες τις βραχείες συλλαβές στις άρσεις του τρίτου και έκτου ποδός ήτοι: στίχος με δύο καταληκτικές τριποδίες ή, δακτυλικός πεντάμετρος με πενθημιμερή τομή).
Οι ορολογίες των ελεγειακών – Ομηρικών στίχων μπορεί να σας τρομάζουν, «μην τρομάζετε» απλή γνώση είναι, δεν τους ανακάλυψα εγώ, απλά διάβασα και φυσικά, έγραψα όπως και άλλοι, ποίηση στο Ομηρικό μέτρο. Μπορεί να φαντάζει δύσκολο, όμως η γνώση το κάνει απλό, πολύ απλό, και θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Πώς να γράψει κανείς σήμερα κάτι αντίστοιχο με το:

«Άνδρα μην έννεπε μούσα πολύτροπον ως μάλα πόλλα»
             
και να λοιπόν ποιο είναι το μέτρο
       U U / U U / U U / U U / U U / U

Και αν σας έλεγα ότι στην καθημερινότητά μας μιλάμε σε Ομηρικό μέτρο, ίσως να περνούσατε για τρελό, αλλά δεν είμαι. Όλοι μας έχουμε μιλήσει και μιλάμε, όπως επί παραδείγματι έχουμε πει:

«Άμα δεν πάμε και σήμερα θάλασσα πότε θα πάμε»

Είναι τόσο απλό, είναι τόσο εύκολο λοιπόν. Με μια διαφορά όμως. Οι αρχαίοι έλληνες είχαν στην ποίηση την λεγόμενη προσωδία, που είναι ιδιαίτερος τονισμός των λέξεων κατά την ομιλία η παραλλαγή σε ύψος της φωνής που μιλεί ένα είδος μελωδισμού στον τρόπο ομιλίας σύμφωνα με τους τονισμούς των λέξεων και την εκφορά των μακρών και βραχέων φθόγγων. Σήμερα όμως, έχουμε απλά τονισμένη και άτονη συλλαβή.

Μου προκαλεί λοιπόν πράγματι εντύπωση όταν ακούω σήμερα ή διαβάζω άρθρα μεγάλων αναγνωρισμένων σήμερα ελλήνων ποιητών να ομιλούν για την Ομηρική ποίηση. Δεν θα αναφέρω φυσικά ονόματα, οι συνεντεύξεις και οι διαλέξεις τους είναι στην ευχέρεια όλων αλλά δεν μπορεί, δεν μπορεί να λένε ότι ο Όμηρος, έγραφε σε ανάπαιστο! Ή πως η Ομηρική ποίηση δεν έχει μέτρο αλλά έχει ρυθμό. Προφανώς, δεν έχουνε διαβάσει την Ομηρική ποίηση, και ας μεγάλοι ξένοι ποιητές έχουνε πει πως αν θέλει κανείς να δει τι είναι ποίηση, δεν έχει παρά να διαβάσει τον Όμηρο. Αυτό που διδάχτηκε και ο Μέγας Αλέξανδρος από τον δάσκαλό του Αριστοτέλη αλλά εμείς, οι σημερινοί έλληνες, πιστεύουμε ότι η τέχνη της ποίησης, έρχεται με την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος. Έτσι απλά, γεννιόμαστε ποιητές.
Θα πρέπει επίσης ο ποιητής, να γνωρίζει την ποίηση στην Βυζαντινή γραμματεία, την λόγια ποίηση και φυσικά, αυτήν που ενέπνευσε πολύ μεγάλους ποιητές όπως τον Σολωμό και άλλους και δεν είναι άλλη, από την Κρητική λογοτεχνία. Διασημότερο έργο, Ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, με 10,012 ομοιοκατάληκτους στίχους και σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο.

11. Η παράδοση. Ο ποιητής οφείλει να γνωρίζει την δημώδη ποίηση, αυτήν που δημιούργησε ό λαός μας σε όλες τις χρονικές του περιόδους. Αυτή που σήμερα ονομάζουμε δημοτική. Μπορεί να μην απαγγέλλεται, έχει πολλά όμως να πει και να διδάξει.

12. Η μοίρα. Πολλοί είναι οι ποιητές στο πέρασμα των αιώνων που αναρωτήθηκαν εάν: αυτοί διάλεξαν την ποίηση, ή η ποίηση τους διάλεξε. Θέλουμε δεν θέλουμε, η ποίηση δεν είναι επιλογή, είναι μοίρα, είναι η συμφωνημένη ίσως ειμαρμένη, και αυτό που μένει στο τέλος, είναι κανείς να το ενθυμηθεί, ή, να του αποκαλυφθεί. Και η μοίρα, είναι όπως ακριβώς όταν καλεί το πνεύμα τον Άμλετ (του Σαίξπηρ), και όταν ο Οράτιος του λέει: Άκουσε! Δεν θα πας. Κι ο Άμλετ απαντάει:

Η μοίρα μου κραυγάζει,
και ‘ς το κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμώνει
ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας.

13. Ταλέντο. Σωστά έχει ειπωθεί πως, θα πρέπει να κουβαλάει κανείς και λίγη μαζί του. Όχι να έχει απαραίτητα κάποια έφεση στο να γράφει, αλλά μια κρυφή αγάπη για την ποίηση, για το άγνωστο, για το επέκεινα, και αγωνία να αποτυπώσει τα ανείπωτα με λέξεις. Πάνω απ’ όλα όμως, θα πρέπει να έχει την επιθυμία, για ν’ ανυψώσει το νου του πιο ψηλά, κι ας καίει που είναι πιο κοντά στον ήλιο, έτσι θα μάθει, όπως ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου που λέγει:

Μια κάποια λίγη πεθυμιά εσήκωσεν το νού μου
και δυο φτερούγες ήκαμε μέσα στου λογισμού μου,
τούτες την πεθυμιάν πετού, στον ουρανόν την πάσι
κι όσο σιμώνου τση φωτιάς, τσι καίγει εκείν’ η βράση,
και πάραυτας γκρεμίζονται, ωσά φτερά δεν έχω
γιατ’ άφηκα τα χαμηλά, και στα ψηλά ξετρέχω,
και πάλι εκείν η πεθυμιά δεν θέλει να μου λείψει
πάραυτας κάνω άλλα φτερά, πάλι πετώ στα ύψη,
και πάλι βρίσκω την φωτιάν, πάλι ξανακεντά με
κι απ’ τα ψηλά που βρίσκομαι, με ξαναρίχνει χάμαι.

14. Η εμπειρία. Η εμπειρία έχει να κάνει πάντοτε με το χρόνο. Είναι ένα καθημερινό αποτέλεσμα που το βλέπει κανείς άμεσα, όπως τον εαυτό του στον καθρέφτη. Εμπειρία στο όνειρο, στο ταξίδι, στο άγνωστο, στο αειπάρθενο, στην επανάληψη ώστε, να γίνει ένας δρόμος συχνά περπατημένος. Το γράψιμο, δεν είναι η αρχή, αλλά το τέλος, είναι η γνώση, είναι αυτό που έρχεται όταν πρέπει, και όχι όταν θέλεις. Η γνώση όμως, δεν έρχεται με την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος αλλά με δουλειά, με πολύ κόπο, και πολύ χρόνο. Θα πρέπει δηλαδή κανείς εκτός των άνω, να έχει και τα απαραίτητα εργαλεία.
Ο ποιητής, οφείλει να είναι ο αιώνιος σφυροκοπητής, όπως λέγει ο Παλαμάς, στον δωδεκάλογο του γύφτου:

Κι είμαι ο σφυροκοπητής
που σφυροκοπάει αντί σπαθιά
κάποια αφύσικα λουλούδια,
και είμ’ ο δαμαστής ο γύφτος
που γεννάει απ’ τη φλόγα
κύκλους, ίσκιους, γρύπες, μάγια,
κάποιες ρηγικές κορώνες,
λάμιες, ξωτικές, γοργόνες
για καράβια, για σαράγια,
που δεν είναι πια, ή δεν είναι ακόμα·
που τους λείπει πότε πρόσωπο,
που τους λείπει πότε σώμα,
που τους λείπει πάντα τ’ όνομα.
Κι όσα οργίζουν τους ανθρώπους
που κοιμούνται ανοιχτομάτες.

15. Τα εργαλεία. Τα εργαλεία δεν είναι τίποτε άλλο από την γνώση των τεχνών της ποίησης. Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Επιγραμματικά: Οι τέχνες της ποίησης που είναι περίπου εξήντα, και αναφέρομαι στα εκφραστικά στοιχεία, στα σχήματα λόγου, και στις αστοχίες της ποίησης. Στις στιχουργικές μορφές, και στα ποιητικά μέτρα, αρχαία και νέα. Όλα τα παραπάνω, δημιουργήθηκαν για την ποίηση, και κατά συνέπεια για τους ποιητές, κι ας πιστεύουν οι 90 στους 100, ότι δεν χρειάζονται. Ότι χωρίς αυτά, μπορούνε να λένε ότι γράφουν ποίηση. Βεβαίως όλα αυτά, είναι ένα τίποτα εάν κανείς δεν γνωρίζει σωστά την γλώσσα που ομιλεί.
Κάθε φορά που κάνω ένα σεμινάριο ποίησης, λέω στο τέλος τους μαθητές μου. Μάθατε όλες τις τέχνες της ποίησης, γράψατε σε όλες τις στιχουργικές μορφές, σε όλα τα ποιητικά μέτρα, ακόμη και σε αυτά που γράφονταν αρχαίες τραγωδίες, και μου λένε ναι! Ωραία, τώρα θέλω να τα ξεχάσετε όλα, γιατί δεν είναι αυτό η ποίηση. Τώρα απλώς, έχετε τα εργαλεία, για ν’ ανακαλύψει ο καθένας με τον δικό του τρόπο, τι είναι ποίηση. (αφού φυσικά, έχουνε ήδη ξεκινήσει να διαβάζουνε Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Καζαντζάκη, Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Ελύτη, Ρίτσο κα.).
Είναι πολύ απλό, χωρίς τα εργαλεία, δηλαδή την γνώση, τίποτε δεν είναι εφικτό και κατορθωτό, καμία δουλειά, κανένα επάγγελμα γιατί όλα, διέπονται από κάποιους νόμους και αρχές και η ποίηση, δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Ελύτης έλεγε πως η ποίηση, είναι μια ατέλειωτη μαθητεία. Δεν μπορεί έτσι απλά κάποιοι να γεννιούνται, απλώς ποιητές.
Το αιτιατό, είναι η ποίηση, το αίτιο, η μαθητεία. (αρέσει δεν αρέσει)…..
Αλλιώς, ποιητές χωρίς γνώση και εργαλεία, θα γυρνούν χαμένοι, σα να μην ζήσαν, όπως περίπου αναφέρει ο Δάντης στην θεία κωμωδία που λέγει:

Τούτοι οι χαμένοι που ποτέ δε ζήσαν,
ολόγυμνοι γυρνούν και τους δαγκάνουν
αλύπητα χοντρόμυγες και σφήκες.

16. Ο στίχος. Η ποίηση, είναι στίχος, και ο στίχος, είναι ποίηση. Ο ποιητής, δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να συμπληρώνει στίχους και τους κάνει στροφές και στο τέλος το κάνει ποίημα. Είναι τόσο απλό.
Σήμερα, επικρατεί ο (εσκεμμένος) διαχωρισμός ποιητής, και στιχουργός. Για να προσδιορίσει τον Ποιητή, δηλαδή αυτόν που ξέρει και απλά κάνει τους άλλους να αναρωτιούνται τι θέλει να πει ο Ποιητής; Και αυτόν, που ονομάζεται συνήθως στιχουργός, που η γραφή του είναι κατωτέρα της ποιήσεως, ο κλασικός, ο παραδοσιακός, δηλαδή ο ξεπερασμένος.
Εάν σήμερα, υπάρχει έστω ένας, που θα μου πει ότι είναι ξεπερασμένα:
Η Ομηρική ποίηση, η Κρητική λογοτεχνία, η Διονυσιακή σχολή…….. (θα μπορούσα να αναφέρω δεκάδες αριστουργήματα) όλα τα μεγάλα έργα τα οποία γράφτηκαν σε λόγο έμμετρο ε, τότε! Θα συμφωνήσω μαζί τους.
Είμαι θιασώτης του παραδοσιακού, και του ξεπερασμένου. Όσο ξεπερασμένη (και νεκρή), είναι και η αρχαία ελληνική μας γλώσσα. Νεκρές είναι οι ψυχές όσων το επικαλούνται και ας μην γελιόμαστε, απλά βολεύει να λέμε ότι τα πάντα είναι ποίηση. Άκουσα σε μια συνέντευξη μια δημοσιογράφο να ρωτά μια πολύ γνωστή ποιήτρια; Γιατί δεν έχει γράψει στον έμμετρο λόγο και η απάντηση ήταν. Προσπάθησα να δοκιμάσω ποίηση με ομοιοκαταληξία αλλά μου ήταν δύσκολο κι έτσι, γράφω σε ελεύθερο στίχο. Τόσο άσχετη είναι! Που θεωρεί την έμμετρη ποίηση την ομοιοκαταληξία, και δεν γνωρίζει ότι αυτή, είναι ένα στοιχείο από τα 60 περίπου από τις τέχνες.
Θεωρώ πως είναι μεγάλη δυστυχία, όταν ο Αριστοτέλης έλεγε πως ο λόγος μας, θέλουμε δεν θέλουμε είναι μουσική και νότες κι εμείς σήμερα, προσπαθούμε να κάνουμε τη μουσική, πεζό λόγο, όταν ακόμη και ο Μολιέρος στο έργο του «Αρχοντοχωριάτης», λέει κάπου ο Ζουρνταίν πως:

Ότι είναι πεζόν δεν είναι στίχοι, και ό, τι είναι στίχοι, δεν είναι πεζόν.
Ε΄ να τι είναι να σπουδάζει κανείς!

Έτσι θα έλεγα λοιπόν, και φαίνεται και από την σημερινή μας απάθεια στα της κοινωνίας πως η (πεζότητα) που μας διακρίνει, δεν είναι μόνον ποιητική. Είναι ηθική, πολιτιστική, γλωσσική και τέλος, ανθρώπινη.

17. Η τέχνη του στίχου. Σα να λέμε η τέχνη της μουσικής. Ποιος άραγε μπορεί να αριστεύσει σε κάποιο είδος μουσικής χωρίς τις απαραίτητες νότες. Χωρίς τους κανόνες και τις αρχές που την διέπουν. Έτσι ακριβώς είναι και η τέχνη του στίχου. Το μεγαλείο το αντιλαμβάνεται κανείς στο τέλος, όταν θα γίνει ένα με τον ρυθμό, συμπαντικό ρυθμό, σα να χορεύει παρέα με τ’ άστρα, με το γαλάζιο, με ότι υπάρχει στο σύμπαν άλλωστε ο ρυθμός, είναι μια ηθική αρχή.
Ο στίχος, είναι το πρωταρχικό στοιχείο της ποίησης και θα πρέπει απαραίτητα, να διέπεται από τρία δευτερεύοντα στοιχεία. Το μέτρο, τον ρυθμό, και την μελωδία. Το ποίημα, ξεκινά από έναν και μοναδικό στίχο, το λεγόμενο μονόστιχο. Στη συνέχεια έχουμε δίστιχα, τρίστιχα, έως και οκτάστιχα, όχι παραπάνω. Στην τέχνη του στίχου, ανάγονται και οι αστοχίες της ποίησης, χασμωδία κλπ, και τι σημαίνει τέχνη του στίχου: θα αναφέρω ένα παράδειγμα: Στον πεζό λόγο, θα έλεγα:

-        «Ξεδίψασα από νερό, και χόρτασα από ψωμί σταρένιο». Στον ποιητικό λόγο όμως, το σχήμα λόγου «ζεύμα», μου επιτρέπει να χρησιμοποιήσω δύο ομοειδείς έννοιες, και να τις εκφράσω με ένα ρήμα, έτσι έχω:
-        «Ξεδίψασα από νερό, κι από ψωμί σταρένιο».

Η ποίηση δεν είναι όπως ο καθημερινός μας λόγος, που λανθασμένα το επικαλούνται αρκετοί, αλλά είναι τέχνη, που θα το επαναλάβω δυστυχώς, θέλει πολύ κόπο, διάβασμα και αγάπη για τη γλώσσα μας.

18. Ο ρυθμός. Θεωρώ πως είναι το πιο βασικό από τα τρία στοιχεία που διέπουν τον στίχο. Είναι αυτό που δίνει τον λυρισμό, αυτό που κάνει την απαγγελία ν’ ακούγεται σαν ύμνος, που κάνει το σώμα και την ψυχή να πάλλονται σε δονήσεις συμπαντικές, που σε ταξιδεύει σιγοτραγουδώντας. Αλλά για να πετύχει όμως κανείς στον στίχο τον ρυθμό, θα πρέπει να γνωρίζει γραμματική, και να αναγνωρίζει τις ποιητικές αστοχίες. Χασμωδία, παρήχηση, μετρικό χασοτόνισμα, και ας λένε αρκετοί ότι το μετρικό χασοτόνισμα δεν συνιστά λάθος ή αστοχία και ότι είναι απλά ένα φαινόμενο της μετρικής, και που το συναντά κανείς σε πολύ μεγάλους ποιητές. Αυτό δεν λέει κάτι, φυσικά και ξέρανε την μετρική όπως ο Σολωμός, αλλά σαφώς ήξερε τι έκανε, και γιατί το έκανε. Η αστοχία όμως, παραμένει αστοχία.
Όταν έχεις απόλυτη γνώση για τις αστοχίες της ποίησης, τότε μπορείς να γράψεις στίχο, με δύο ή και περισσότερα μέτρα διατηρώντας τον λυρισμό. Πολλά ποιήματα τέτοιας μορφής, έχουνε γίνει τραγούδια και όλοι μας σχεδόν τα έχουμε τραγουδήσει. Ο ρυθμός λοιπόν, είναι το κυριότερο στοιχείο στον στίχο.

19. Ο τονισμός. Βασικό στοιχείο της ποίησης είναι και ο σωστός τονισμός. Σε πολύ μεγάλους ποιητές όμως θα δούμε πως χάριν του ποιητικού μέτρου και κατ’ επέκταση του λυρισμού, χρησιμοποιούν έτσι τον τονισμό μιας λέξης προκειμένου να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα μόνον από το μεγαλειώδες έργο του Ρίτσου, τον Επιτάφιο, που είναι είκοσι συνολικά ποιήματα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και που στο έκτο ποίημα και στον όγδοο στίχο, τονίζει αντί τα δέντρα, (τα δεντρά), για να είναι στο μέτρο:

Και μού ‘δειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι…….  

Θα τολμούσα να πω ότι μπορεί να θεωρηθεί και αστοχία, ή ποιητική αδεία. Το μεγαλείο όμως του ποιητή της Ρωμιοσύνης, με κάνει να πιστεύω ότι εσκεμμένα το έκανε γιατί απλά, ήταν γνώστης του μετρικού λόγου και το ότι το έκανε, αφορά και μόνον τον μεγάλο αυτόν ποιητή.  

Για όλους εμάς, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στον χειρισμό της γλώσσας και στον σωστό τονισμό.

20. Η λακωνικότητα. Κατά τον Τσέχωφ, η τέχνη της γραφής είναι η τέχνη της συντόμευσης και κατά τον Ρίτσο, για να έχεις ένα καλό ποίημα, απ’ όσα γράφεις, πρέπει να αφαιρείς τα μισά.
Το ποίημα, δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο από τρεις – τέσσερις στροφές, (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων). Αυτή είναι η μαγεία της ποίησης, να λες πολλά, με λίγα λόγια. Η λακωνικότητα λοιπόν, είναι θα έλεγα απαράβατος όρος της ποίησης.

21. Η απαγγελία. Ένα τεράστιο θέμα, ένα όμορφο θέμα που όμως, και αυτό θέλει αγάπη και φυσικά, δεν είναι κάτι που το έχεις εκ’ της γεννήσεως. Πολύ μεγάλοι ηθοποιοί, δεν μπόρεσαν ποτέ να απαγγείλουν σωστά. Η απαγγελία έχει και αυτή της αρχές που την διέπουν κατά τον Γκαίτε έως και τον Παπακωνσταντίνο. Δεν έχει μυστικά, αλλά τεχνικές και όρους για μια καλή απαγγελία όπως θα μπορούσαμε επιγραμματικά να πούμε, αργά, η πρώτη προϋπόθεση και φυσικά, το να μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στον στίχο τη λέξη, ή τις λέξεις αξίας, αυτές που θα δώσουν τον ρυθμό στον στίχο, χωρίς να ξεχνάμε βεβαίως την φωνητική, και άλλες ασκήσεις και τεχνικές προκειμένου να γίνει σωστά μια απαγγελία.

22. Ελεύθερος στίχος. Δεν θα έλεγα ότι είναι στίχος ή ποίηση δεύτερης διαλογής. Θα έλεγα απλά, ότι δεν είναι ποίηση αλλά πεζός λόγος. Όσο όμορφα γραμμένο και αν είναι, όσα χρώματα και να έχει, δεν διέπεται από τις αρχές της ποίησης και αυτό, δεν είναι κακό να το λέμε, είναι εγωιστικό να μην το παραδεχόμαστε. Θέλουμε δεν θέλουμε, η ποίηση ενέχει ή διέπεται από την απαγγελία. Ο πεζός λόγος, από την αφήγηση και το θέατρο, από την υποκριτική και άλλωστε, τα μέρη του λόγου είναι δύο, ούτε δυόμιση, ούτε τρία. Τον πεζό λόγο, όπου ανάγονται το μυθιστόρημα, το διήγημα, η νουβέλα κα, και τον έμμετρο λόγο, όπου ανάγεται η ποίηση. Η ερωτική, η επική, η βουκολική και άλλες.
Εάν δει κανείς μια σειρά από λέξεις, βρίσκεται στο δίλλημα τι μπορεί να είναι, πεζός λόγος, ή ποίηση; Για να το ξεχωρίσει, θα πρέπει να μπορεί να τις μετρήσει. Εάν μετρηθεί, δηλαδή έχει μέτρο και ρυθμό, τότε είναι στίχος, άλλως, πεζός λόγος.
Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν μπορεί ότι μας κατέβει στο μυαλό, να το ονομάζουμε ποίηση, όσο τέλειο και αν είναι. Θα είναι απλά, ένα τέλειο πεζογράφημα, και όχι πεζοποίηση. Μου έχουνε πει αρκετές φορές ότι είμαι υπερβολικός και λέω ανοησίες. Μα μου λένε, τι λες· μελοποιήθηκε το Άξιον εστί και τους λέγω, θα ήταν Άξιον εστί, εάν γνωρίζατε πραγματικά τι μελοποιήθηκε από αυτό το μεγαλειώδες έργο του Ελύτη. Όχι φυσικά ο πεζός του λόγος ο οποίος αφηγείται αλλά τα απόλυτα ποιήματα όπως: «Της αγάπης αίματα» που είναι σε τροχαϊκό μέτρο, το «ένα το χελιδόνι», «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Θα πρέπει λοιπόν όταν μιλάει κανείς, να έχει γνώση σε τι αναφέρεται.

23. Πρόζα. Θα έλεγα πως οι πεζογράφοι που θέλουν να δώσουν ποιητική χροιά στο πόνημά τους, το ονομάζουν πρόζα. Θα έλεγα πως οι ποιητές που αδυνατούν να γράψουν ποίηση, επειδή προφανώς κάποια στιγμή διαπίστωσαν ότι το άγιο πνεύμα που τους έκανε ποιητές τους εγκατέλειψε, ή δεν θέλουν να κοπιάσουν, αυτό που γράφουν, το ονομάζουν ποιητική πρόζα.
Αγαπητοί μου, ή θα γράφετε πεζογράφημα, ή ποίηση. Πεζοποίηση ή μεσοποίηση, δεν υπάρχει, όσο και αν αυτό να σας κακοφαίνεται, όσο και να σας πειράζει. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ήταν πρωτίστως ταπεινοί, και ευθαρσώς ομολογούσανε το ποιοι ήτανε οι μέντορές τους, ή ποιοι τους επηρέασαν ώστε, να γράφουν στο τέλος μεγάλα ποιήματα.
Να ορισμένα παραδείγματα: Ο Λειβαδίτης τον Ρίτσο, ο Τ.Σ. Έλιοτ τον Έζρα Πάουντ, ο Σεφέρης τον Τ.Σ Έλιοτ, και δεκάδες ακόμη.
Αυτόν τον εγωκεντρισμό και την άγνοια, τα βλέπω συχνά όταν λέω σε κάποιον, πες μου κάποιους στίχους που σου έκαναν εντύπωση από κάποιον μεγάλο ποιητή. Η απάντηση συνήθως, είναι να μου λένε κάποιους στίχους από δικά τους ποιήματα. (βρίσκοντας ίσως την ευκαιρία και ενδόμυχα ορμώμενοι από τη φράση, από κάποιον μεγάλο ποιητή).
Τέλος, όπως και να το κάνουμε, τα αγαθά, κόποις κτώνται.

24. Ποιητική αδεία. Δεν πιστεύω στον όρο ποιητική αδεία. Θεωρώ πως είναι η αιτία για τις χιλιάδες περιπτώσεις εκχυδαϊσμού της γλώσσας μας. Για τις χιλιάδες ακόμη απαράδεκτες ποιητικές αστοχίες. Δηλαδή, όπως βολεύεται ο καθένας προκειμένου, να έχει ίσως ομοιοκαταληξία, επειδή αυτό θεωρεί πως είναι η ποίηση και τόσα άλλα ακόμη άστοχα συμπλέγματα που στο τέλος, τα ονομάζουν ποίηση.
Δεν ξέρω σε ποια άλλη ενασχόληση κανείς, μεταχειρίζεται την άδεια για ν’ αστοχήσει, δηλαδή να μην κάνει σωστά τη δουλειά του, επειδή ίσως βιάζεται, ή δεν έχει την απαραίτητη γνώση. Και δεν ξέρω ακόμη, ποιοι σε κάποια άλλη ενασχόληση θα το συγχωρούσανε ή θα το δικαιολογούσαν αλλά στην ποίηση βλέπετε, (όλα επιτρέπονται, επειδή τα πάντα είναι ποίηση). Όπως άκουσα κάποτε και από κάποιον όψιμο ποιητή πως, ακόμη και η βωμολοχία, είναι ποίηση. Πώς να του εξηγήσει άραγε κανείς πως όσα κερασάκια και να βάλεις, η κοπριά, θα είναι πάντοτε κοπριά.
Ίσως το ποιητική αδεία, κάποιοι να την βλέπουνε σαν τούρτα, κρύβοντας έτσι, τον εσωτερικό τους βρόμικο κόσμο.

25. Τα έμμετρα αριστουργήματα. Κάθε ποιητής, όπως κάθε μαθητής οφείλει να γνωρίζει στην μαθητεία του τα αυτονόητα έτσι κι αυτός, ο ποιητής, οφείλει να γνωρίζει στην ποίηση, τα αυτονόητα. Ας αναφερθούμε σε κάποια. Έχουμε λοιπόν και λέμε:
- Ομηρική ποίηση. «Ιλιάδα» με 15,692 στίχους και «Οδύσσεια», με 12,110 στίχους.
- Κρητική λογοτεχνία. «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου με 10,012 στίχους και «Η θυσία του Αβραάμ», με 1144 στίχους.
- Σολωμός. «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
- Καζαντζάκης. «Οδύσσεια» με 33, 333 στίχους.
- Παλαμάς. « Ο δωδεκάλογος του γύφτου»
- Ρίτσος. «Ο επιτάφιος» είκοσι ποιήματα σε ιαμβικό μέτρο.
Και πολλά - πολλά άλλα.



«επιγραμματικά»


26. Ποίηση και αγάπη. Δεν μπορείς να λες ότι ασχολείσαι σοβαρά με την ποίηση, και να μην αγαπάς όταν ο ποιητής, σε υπερθετικό βαθμό βιώνει τα πάντα και πρωτίστως, την αγάπη. Αγάπη για την φυσική μας υπόσταση, αγάπη για το άγνωστο, αγάπη για το κάθε τι που υπάρχει και αναπνέει, αγάπη για ότι αποπνέει θεία ουσία. Πρώτα όμως, θα πρέπει ν’ αγαπήσει κανείς τον εαυτό του. Γιατί, γιατί δεν πρόκειται χωρίς αυτό ν’ αγαπήσει τίποτε άλλο στον κόσμο. Οα πρέπει ν’ αναγνωρίσει ότι είναι ένα απόλυτο θαύμα, όπως ακριβώς το αναφέρει ο Μαγιακόφσκι στο ποίημά του «ο Άνθρωπος», που λέγει:

Κρίνετε μόνοι:
Όταν στα δίχτυα πιάνουμε ένα μικρό, ομιλητικό ψαράκι
τραγουδούμε, ανυμνούμε το ψαρίσιο, ολόχρυσο θαύμα.
Πώς εγώ να μην δοξάζω τον εαυτό μου, μια και ολάκερος
είμαι ένα απίστευτο θαύμα
μια και κάθε κίνηση, είναι ένα πελώριο
ανεξήγητο θαύμα;

27. Ποίηση και αρχαιογνωσία. Δεν μπορεί κανείς να ξεκινήσει από το δέκατο, ή το εικοστό σκαλί σ’ έναν ανήφορο προς τ’ άστρα. Κάπου εκεί που βρίσκονται ίσως τα μυστικά της ποίησης. Θα πρέπει απαραίτητα να έχει γνώση της αρχαιογνωσίας που σημαίνει, την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας. Αυτή είναι η αρχή, που οδηγήσει οποιονδήποτε ψηλά, όσο εκείνος επιθυμεί να φτάσει.

28. Ποίηση και αρχαιογλωσσία. Αλίμονο εάν κανείς επαφίεται στα ελληνικά που σήμερα γνωρίζει. Το λέω από τώρα πως είναι πάμφτωχος. Μιλά από μίμηση και όχι από γνώση, όταν δεν θα μπορεί να ερμηνεύσει, να κατανοήσει αυτά που μιλά και φυσικά, δεν θα γνωρίσει ποτέ το μεγαλείο που κρύβει η γλώσσα μας. Μια γλώσσα μαθηματική, μια γλώσσα θα έλεγα θεϊκή, μια γλώσσα αέναα γενεσιουργός, χωρίς καμία αστοχία. Όλα εξηγούνται, όλα αιτιολογούνται, και όλα μπορούνε να μετρηθούν. Μία γλώσσα, που φαντάζει ότι την έκαναν υψηλά νοήμονα όντα, πέραν της λογικής, μακράν της ανθρώπινης υπόστασης και της φυσικής διάστασης. Απλά να αναλογισθεί κανείς, πόσοι σοφοί άραγε χρειάζονται, για πόσες χιλιάδες χρόνια στην ανθρώπινη υπόσταση, για να δομήσουν μια τέλεια γλώσσα, που είναι η μοναδική που προσφέρει την φιλοσοφία γιατί απλά, είναι η μοναδική που έχει όλες τις απαντήσεις. Όπως ακριβώς και τα μαθηματικά. Είναι απλά τέλεια. Αλλά η τελειότητα, πιστεύω ότι δεν είναι της φυσικής μας υπόστασης αλλά κάποια άλλης. Δεν λέω ότι έτσι είναι, αλλά αφήστε με να το πιστεύω. Άλλωστε, είμαι κλασικός, και ξεπερασμένος. Ο ποιητής λοιπόν, οφείλει να γνωρίζει την αρχαία ελληνική γραμματεία. Χωρίς αυτήν, δεν ξέρει ελληνικά.

29. Ποίηση και μεταφυσική. Ο Σωκράτης και ο Πλάτων έλεγαν, πως όταν ο ποιητής γράφει, είναι μακράν της λογικής. Δεν μπορείς δηλαδή με την λογική να γράψεις ποίηση. Άρα λοιπόν, ο ποιητής αγγίζει κάποιες άλλες διαστάσεις, γνώριμες ίσως αλλά δίχως την απαραίτητη ενθύμηση ή μνημοσύνη. Όπως όμως λέγει ο Καζαντζάκης στην ασκητική: «σκάψε τι βλέπεις»; Έτσι και ο ποιητής σκάβοντας, θα βρει αυτό που αναζητεί, ανάλογα πάντοτε με τον βαθμό επιθυμίας.

30. Ποίηση και υγεία. Οι αρχαίοι έλληνες, ήτανε γνώστες των αιτιών της ασθενείας. Κι επιγραμματικά: η απληστία προκαλεί ογκολογικές παθήσεις και καρδιοπάθειες, το άγχος, διαταραχές του πεπτικού συστήματος, η επιφυλακτικότητα, ασθένειες των νεφρών, η επιθετικότητα, γαστρικό έλκος, η σκληρότητα, επιληψία και άσθμα, και άλλα πολλά, πολλά ακόμη.
Θα μου πείτε, και η ποίηση είναι πανάκεια για όλες τις ασθένειες; Και θα σας πω όχι ακριβώς, αλλά κάπως έτσι, για όποιον δεν αντιμετωπίζει ή διαχειρίζεται την ποίηση με εγωκεντρισμό, αλλά με ταπεινότητα και αγάπη γιατί η ποίηση, είναι η ανάγκη της επανάληψης μα και της αποκάλυψης των ιδεατών, και όχι των συναισθημάτων και κατά συνέπεια η γνώση, φέρνει την κατανόηση και η κατανόηση, την ισορροπία. Πρωτίστως ψυχική, νοητική, και τέλος σωματική. Νους υγιής, εν σώματι υγιεί.

31. Ποίηση και μυθολογία. Θα μπορούσαμε εδώ να πούμε ποίηση και ιστορία, αλλά κατά τον Αριστοτέλη τα της ιστορίας, αφορούν τους ιστορικούς. Ο ποιητής, λέει τα πράγματα όπως θα έπρεπε, ή θα ήθελε να γίνουν. Όπως επί παραδείγματι ένα μυθολογικό ποίημα της Σαπφούς, αντιστρέφει την επική έκβαση της Ιλιάδας με το ερωτηματικό, ποιος έχει δίκιο, αυτή, ή ο Όμηρος.
Εξέχουσες ίσως μυθολογικές ποιητικές προσωπικότητες της νεοελληνικής ποίησης είναι ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, αλλά δεν θα σταθούμε εδώ στα επί μέρους έργα τους απλά θα πω, όσον αφορά την ποίηση και μυθολογία πως ο ποιητής, σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν οφείλει να λέει την αλήθεια, αλλά ούτε και ψέματα.

32. Ποίηση και φιλοσοφία. Πριν τη γέννηση της φιλοσοφίας, τον ρόλο των απαντήσεων στα μεγαλειώδη ερωτήματα τα έδινε η ποίηση. Αργότερα, αποτραβήχτηκε στο ρομαντικό της μέρος αλλά παραμένει όμως άρρηκτα συνδεδεμένη με την φιλοσοφία γιατί απλά, έχουνε μία ίδια παραδοχή. Την παρατήρηση. Η ποίηση, μοιραία θα έλεγα οδηγεί στην φιλοσοφία.

33. Το κέρδος. Η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγιεβα, λέει με τους στίχους: «(ποίηση) Τι πολλούς που κατέστρεψε / τι λίγους που έσωσε»…
Ποιός αλήθεια μπορεί να πει στο τέλος, ποιο από τα δύο κέρδισε!
Πολλές φορές, φαντάζει άδικη. Φανταστείτε, να έχετε γράψει όλα τα ταξίμια των πουλιών, και να μην έχετε ένα, να σας τραγουδάει το πρωί. Να έχετε κτίσει χιλιάδες κάστρα και φωλιές, και να μην έχετε στο τέλος μια κάμαρη να κοιμηθείτε. Ναι, φαντάζει πολύ σκληρή, εάν κανείς δεν πάει λίγο πιο πέρα, εάν δεν αναρωτηθεί γιατί, εάν δεν παρατηρήσει, εάν δεν κατανοήσει, τότε ναι, μοιάζει αδυσώπητη, αλλά δεν είναι έτσι.
Γιατί κάποια στιγμή θα έρθει η ποίηση και θα πει, μα καλά άνθρωπέ μου! Έγραψες τόσα ταξίμια, έκτισες τόσες φωλιές και κάστρα, και δεν μπόρεσες να φτιάξεις ένα πουλί, και μια φωλιά και για σένα; Έ τότε, δεν κατάλαβες τίποτα. Και πραγματικά, τότε, τι να της απαντήσεις;
Δεν απαντάς, απλά κατανοείς ότι αυτή, είναι η αγάπη, κι ας πληγώνει πολλές φορές, και δεν θέλουμε να ξέρουμε όπως κι η Δυσδαιμόνα, (του Σαίξπηρ) εάν ο άλλος αγαπάει το ίδιο, αυτό που εμείς αγαπάμε και ο πόνος, ή η απογοήτευση πολλές φορές φαίνεται στην απάντηση του Οθέλλου που λέγει:

Αν την ψυχή μου ήθελε να μου την δοκιμάσει
ο ουρανός με βάσανα, αν ήθελε να βρέξει
εις την γυμνήν μου κεφαλήν καθ’ εντροπήν και πίκραν,
να με βυθίσει αν ήθελε ‘ς την πτώχειαν ως τα χείλη,
κι εμέ και τας ελπίδας μου εις την σκλαβιάν να θέψει,
κάπου, ‘ς τα βάιθη της ψυχής, θα είχα που να εύρω
σταλαγματιάν υπομονής, αλλά θα καταντήσω
τώρα εγώ, (ώ συμφορά!) το σταθερόν σημάδι,
όπου η καταφρόνησις το χέρι θα σηκώνει
να δείχνει με το δάχτυλον το αργοκινημένον!...

Στο τέλος η ποίηση, είναι ο απόλυτος ορισμός της αγάπης.  Δεν δίνει τίποτε, δεν ζητάει τίποτε, απλά είναι εκεί, και περιμένει να πάρει από αυτήν ο καθένας, ότι πιστεύει ότι αξίζει να πάρει. Όπως ακριβώς κι ο Θεός. Δεν φτάνει η πίστη, δεν φτάνει η προσευχή, μα χρειάζεται αναζήτηση και το μεγάλο κέρδος στο τέλος, είναι πάντοτε η αγάπη.

Ποίηση στο τέλος, είναι η αγάπη. = 1728




*********************************


Κυριάκος Κυτούδης. Καθηγητής ποίησης της International Art Academy





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου