Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία. Κ. Κυτούδης

Αρχαιογνωσία & Αρχαιογλωσσία

 



Οι αρχές της ποίησης χάνονται στα βάθη του χρόνου. Για εμάς τους Έλληνες η επική ποίηση αποτελεί την αρχή του αυτού δημιουργήματος που είναι το θαύμα: οι λέξεις να αφηγούνται με έντεχνο μουσικό μέτρο τις πράξεις θεών κι ανθρώπων. Άλλωστε, όταν οι αρχαίοι Έλληνες ήθελαν να πούνε ποιήματα έλεγαν: «Τα εν μέτρω πεποιημένα έπη» και η αξία της ποίησης αναφέρεται με την ερώτηση που έκαναν για να προσδιορίσουν την ύψιστη τέχνη που είναι η ποίηση με την πεζογραφία οπότε η ερώτηση ήταν: ιδιώτης, ή ποιητής; Όπου ιδιώτης σημαίνει ανεπαρκής, ανεπάγγελτος, και ακόμη, άσχετος.
Άγνωστος παραμένει ο τόπος καταγωγής της δημιουργού ποιητικής τέχνης.  Έχουν βρεθεί φυσικά με την βοήθεια της αρχαιολογικής σκαπάνης, στον Ελλαδικό χώρο, ποιητικά στοιχεία όπου μαρτυρούν την ύπαρξη της πάνω από 10.000 χρόνια. Συνήθως αυτά τα “ποιήματα-στοίχοι” είναι ελεγεία ποίηση, δηλαδή σαν αρχή της έχει, το θρηνητικό χαρακτήρα και παρομοιάζεται με τα μοιρολόγια της σημερινής δημοτικής μας ποίησης. Εκτός βέβαια από τις θρηνητικές ελεγείες ακόμα εντοπίστηκαν στην τεχνική της ελεγείας και πολεμικές, συμβουλευτικές ή γνωμικές έως κι ερωτικές αφηγήσεις. Η αφηγηματική της ποίησης τέχνη με την έμμετρη μορφή, γέννησε το τραγούδι που με το μουσικό αίσθημα πλέον εξιστορεί αναζητώντας τα αίτια των ενεργειών από τους πρωταγωνιστές ή τις καταστάσεις.
Παράλληλα με τις δύο πρώτες (επική, ελεγεία), υπήρξε και η λυρική ποίηση που η ίδια μοιράζεται σε τρείς μουσικούς δρόμους. Τον ευχάριστο και γρήγορο Λύδιο, τον σοβαρό Δώριο και τον ενδιάμεσο Φρύγιο. Οι μουσικοί “τρόποι” που επενδύουν την λυρική ποίηση με την συνοδεία μουσικών οργάνων και προπάντων λύρας, εξ ου και η ονομασία «λυρική», συνοδευόταν άλλοτε με φόρμιγγας, με αυλό μα και ένα είδος κιθάρας. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν τραγούδια για όλες τις αισθηματικές αλλά και καθημερινές δραστηριότητες τους. Η αρχαία ελληνική ποίηση είναι προσωδιακή, δηλαδή ο ρυθμός εξαρτάται από την εναλλαγή μακρόχρονης και βραχύχρονης συλλαβής σε μία ποικιλία μετρικών συστημάτων. Πέρα από τα τρία είδη που γνωρίσαμε την επική,  την ελεγεία, την λυρική. Υπήρξαν ακόμα άλλες τρεις μορφές ποίησης: 1η ) Η χωρική που εξωτερικεύει τα ομαδικά συναισθήματα του λαού στις μεγάλες χορευτικές ή λατρευτικές εκδηλώσεις της αρχαίας πόλης, όπου με συνοδεία μουσικής υμνούσαν τους θεούς και τους ήρωες τους. 2η )Το μέλος που σήμαινε τη μελωδία, οι ποιητές εκείνοι που τα δημιουργούσαν και τραγούδαγαν πάντα εξέφραζαν φωνητικά τα ποίκιλα συναισθήματα τους και ονομαζόντουσαν μελοποιοί. 3η ) Ο ίαμβος που είχε ρυθμό περιπαικτικό, παιχνιδιάρικο και πολύ πεταχτό, γι αυτό οι ιαμβικοί στίχοι πέρασαν στην υπηρεσία της λυρικής σάτιρας. Οι ίαμβοι ήταν λαϊκά τραγούδια γεμάτα αστεία και πειράγματα.  Σήμερα γνωρίζουμε αρκετούς αρχαίους ποιητές που διακρίθηκαν στις έξη τούτες μορφές της αρχαίας Ελληνικής ποίησης. Στην ελεγεία διακρίθηκαν οι ερωτικές του Μίμνερου, οι πολεμικές του Τυρταίου και Καλλίνικου, στις γνωμικές και οι συμβουλευτικές του Σόλωνα, του Θέογνη, του Φωκυλίδη. Στη χωρική ποίηση ο Στησίχορος, ο Αλκμάν, ο Ίβυκος, η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης. Στο ποιητικό μέλος απαράμιλλοι υπήρξαν ο Αλκαίος, η Σαπφώ, ο Ανακρέων που τον τραγουδιστικό όμιλό τους συνόδεψαν και διάφορα μουσικά όργανα. Στην ιαμβική ποίηση ξεχώρισαν ο Ιππώναξ, ο Σημωνίδης, ο Αρχίλοχος που διακρίθηκε για την καυτερή του γλώσσα τσακίζοντας πολλά ταμπού της αρχαίας Ελλάδα.

 Ποίηση και Ιστορία κατά τον Αριστοτέλη

Σύμφωνα με τον Σταγιρίτη φιλόσοφο, η επιστήμη, η ηθική, και η τέχνη αποτε­λούν τρεις διαφορετικές εκδηλώσεις της ενιαίας αρχής του νου. Με τον «θεωρητικόν νουν» ο άνθρωπος θεάται το ον, την ουσία των εντός και εκτός αυτού πραγμάτων και θεμελιώνει τις θεωρητικές επιστήμες, τη θεολογική ή πρώτη φιλοσοφία, τη μαθηματική και τη φυσική. Το αντικείμενο της ποιητικής και πρακτικής διανοίας δεν είναι το ον, αλλά το εσόμενο, που ενδέχεται «άλλως έχειν». Η διαφορά της ποιητικής από την πρακτική διάνοια έγκειται στο ότι η μεν πρώτη ασχολείται με το έργον της τέχνης, η δε δεύτερη με το ανθρώπινον αγαθόν.
Δεν είναι έργον του ποιητού, λέγει ο Αριστοτέλης, να ειπή τι έγινε, αλλά τι έπρεπε να γίνει, δηλαδή ο ποιητής πρέπει να δώση όχι το ειδικό αλλά το γενικό και αναγκαίο. Τούτο ακριβώς οδηγεί τον Αριστοτέλη να ισχυρισθή ότι η ποίηση είναι σπουδαιότερη και φιλοσοφώτερη από την ιστορία, γιατί η μεν ποίηση παρουσιάζει περισσότερο τα γενικά, η δε ιστορία τα ειδικά, τα καθ' έκαστον.
Γένη και είδη του λόγου
Γένη του λόγου ονομάζονται οι ευρείες κατηγορίες, στις οποίες εντάσσονται τα μνημεία του λόγου και είδη οι μικρότερες υποδιαιρέσεις τους. Υπάρχουν πολλές προτάσεις για την κατάταξη των κειμένων σε είδη και γένη και συχνά αμφισβητείται ακόμα και η χρησιμότητα της κατηγοριοποίησης, αφού τα λογοτεχνικά είδη συνεχώς εξελίσσονται αλλά και συχνά αναμειγνύονται. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως η ταξινόμηση στις τρεις μεγάλες κατηγορίες της πεζογραφίας, της ποίησης και του θεάτρου. Κάποια από τα σημαντικότερα είδη του λόγου είναι: μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, έπος, ωδή, σονέτο, μπαλάντα, πεζόμορφο ποίημα, τραγωδία, κωμωδία. Είδη του πεζού λόγου, όπως τα απομνημονεύματα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, η αυτοβιογραφία, η βιογραφία και τα ταξιδιωτικά κείμενα συχνά αντιμετωπίζονται ως λογοτεχνικά με την ευρεία σημασία του όρου.


Αρχαία ελληνική λογοτεχνία
Η αρχαία ελληνική λογοτεχνία διακρίνεται συμβατικά στις εξής μικρότερες περιόδους:
Είδη του αρχαίου ποιητικού λόγου (μορφές ποίησης)

 

Λυρική

Με τη στενή σημασία της είναι η ποίηση που συνδυάζεται με τη μουσική ή συγχρόνως με τη μουσική και το χορό, ενώ με την ευρύτερη σημασία της είναι η ποίηση που εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα. Η λυρική ποίηση είναι λογοτεχνικό είδος, το οποίο αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Πήρε το όνομα της από τη συνοδεία της λύρας, μουσικού οργάνου συνηθισμένου στην αρχαιότητα. Πρώτοι ποιητές ήταν η Σαπφώ και ο Αλκαίος από τη Λέσβο και ο Πίνδαρος από την Βοιωτία. Ακολούθησαν ο Αρχίλοχος από την Πάρο, ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα και ο Αλκμάν από τη Σπάρτη.

 

Βουκολική
Λαϊκά αυτοσχέδια τραγούδια των βουκόλων (βοσκών), έντεχνη ποίηση εμπνευσμένη από τις ποιμενικές ασχολίες και την ήρεμη ποιμενική και αγροτική ζωή. Από τους αρχαίους Έλληνες πρώτοι οι Δωριείς ασχολήθηκαν με το ποιητικό αυτό είδος, για να υμνήσουν τις αγροτικές θεότητες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι έχει σχέση με τις θρησκευτικές γιορτές που έκαναν οι βουκόλοι στη θεά Άρτεμη και στο Διόνυσο. Σ' αυτές οι βοσκοί έκαναν διάλογο με στίχους.
Η βουκολική ποίηση έχει και στοιχεία από το σατιρικό δράμα και από την κωμωδία. Η βουκολική ποίηση όμως σ' όλη της την έκταση παρουσιάζεται από το Θεόκριτο, γύρω στα 310-250 π.Χ. Από το έργο του σώθηκαν μόνο 30 "ειδύλλια". Από αυτά, τα δέκα ασχολούνται με τη ζωή των βουκόλων, τα τρία λένε για τη ζωή της πόλης και τα υπόλοιπα είναι ερωτικά.
Εκτός απ’ τα ειδύλλια έχουν διασωθεί και αποσπάσματα, επιγράμματα και το ποίημα «σύριγξ», λόγω του σχήματος των στίχων.
Γνωμική

Η Γνωμική ποίηση, σύμφωνα με τους φιλολογικούς κύκλους, είναι ένα ποιητικό είδος ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα, στο οποίο οι ηθικές παραινέσεις δίνονται αποφθεγματικά και για τον λόγο αυτό ξεχωρίζει από τη διδακτική ποίηση. Τα πρώτα διδάγματα γνωμικής ποίησης τα συναντάμε στον Ησίοδο και αργότερα στον Φωκυλίδη, ο οποίος είχε κοινά σημεία με τον πρώτο κατά τη χρήση του μέτρου και την παρουσίαση των αποφθεγμάτων του ως καρπού προσωπικών εμπειριών. Οι αφορισμοί του Φωκυλίδη είχαν αποκτήσει τέτοια φήμη, ώστε αποδόθηκε σε αυτόν ένα ποίημα με 230 εξάμετρους που είχε γραφτεί πιθανώς στους ελληνιστικούς χρόνους. Μεταγενέστερης εποχής είναι επίσης τα λεγόμενα Χρυσά Έπη, που αποδόθηκαν στον Πυθαγόρα. Στοιχεία γνωμικής ποίησης συναντάμε σε όλη την προαττική ελεγειακή ποίηση: στην πατριωτική του Τυρταίου και στην ερωτική του Μίμνερμου, ιδιαίτερα όμως στην ποίηση του Σόλωνα, που απέβλεπε στην ηθική και πολιτική διαπαιδαγώγηση των Αθηναίων. Τα αποσπάσματα επίσης του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου που διασώθηκαν είναι πλούσια σε γνωμικά, όπως και όλη η φιλοσοφική ποίηση του Παρμενίδη και του Εμπεδοκλή. Στη γνωμική ποίηση ακόμα ανήκουν οι 1.379 στίχοι που αποδίδονται στον Θέογνη, καθώς και αποσπάσματα κωμωδιών του Επιχάρμου και μέρος των μονόστιχων αποφθεγμάτων του Μένανδρου. Πχ.
- όπου αγαπάς, να μην πολυπηγαίνεις κι αν πολυπηγαίνεις, να μην πολυκάθεσαι κι αν πολυκάθεσαι, να μην πολυμιλάς κι αν πολυμιλάς, να ξέρεις τι λες.

Διδακτική
Η ποίηση που, εκτός από την αισθητική απόλαυση, επιδιώκει και πρακτικό σκοπό, δηλ. τη διδασκαλία. Για την επίτευξη του σκοπού της αυτού χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο, όπως είναι ο μύθος, τα παραδείγματα, τα ηθικά και θρησκευτικά παραγγέλματα κ.λ.π., με τα οποία είναι δυνατό να εξευγενιστεί η ανθρώπινη ζωή.
Ο πρώτος που καλλιέργησε τη δ.π. είναι ο Ησίοδος, ο οποίος με το κλασικό του ποίημα "Έργα και Ημέραι" δίνει συμβουλές για την εργασία, την οποία θεωρεί ως το μόνο δρόμο που οδηγεί τον άνθρωπο στην ευδαιμονία.
Ένας σπάνιος θησαυρός ( Ησίοδος) 2ος  Μμετά τον Όμηρο

Να καλείς σε τραπέζι αυτόν που σ' αγαπά
και ν' αφήνεις στην άκρη τον εχθρό σου.
Κι εκείνον που κάθεται πιο κοντά σου να καλείς.
Γιατί, αν τύχει καµιά ανάγκη στον τόπο,
οι γείτονες γυµνοί θα τρέξουνε, ενώ οι συγγενείς
θα µείνουν πρώτα να ντυθούνε. O κακός ο γείτονας
είναι µεγάλη συµφορά, ενώ ο καλός είναι µεγάλος θησαυρός.
Έχει µεγάλη τύχη αυτός που έχει γείτονα καλό.

Δραματική

Η δραματική ποίηση είναι σύνθεση της επικής και λυρικής ποίησης και προορίζεται για παράσταση. Αναπαριστάνει, ζωντανεύει ένα γεγονός μπροστά στους θεατές. Δράμα < δράω-ω = πράττω Με λίγα λόγια το δράμα είναι πράξη που περιέχει λόγο (επικό μέρος), μουσική και τραγούδι (λυρικό μέρος) και ΚΙΝΗΣΗ .Σε αντίθεση με τα δυο πρώτα είδη που πρωτοεμφανίστηκαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, η δραματική ποίηση γεννιέται στην Αττική. 3 είναι τα είδη της δραματικής ποίησης. Τραγωδία – κωμωδία – σατιρικό δράμα.

Αφηγηματική

Είναι η ποίηση που περιέχει εκτενή αφήγηση ηρωικών πράξεων, ερωτικών περιπετειών ή θρησκευτικών ιστοριών. Τα κυριότερα είδη αφηγηματικής ποίησης είναι το έπος, η μπαλάντα και τα διάφορα έμμετρα ερωτικά ρομάντζα.
H Οδύσσεια, είναι απόλυτα αφηγηματική ποίηση

Επική

Το έπος είναι αρχαιότατο είδος και απαντάται στις γραμματείες όλων των λαών. Στις απαρχές του ήταν είδος προφορικής ποίησης που απαγγελλόταν από τους ραψωδούς (βάρδους της δυτικής παράδοσης) στις αυλές των ηγεμόνων. Θέμα του ήταν τα πολεμικά κατορθώματα των ηρώων και μεταδιδόταν παραλλασσόμενο από γενιά σε γενιά. Το έπος ακόμη ανήκει στην αφηγηματική ποίηση.

Ο όρος χρησιμοποιείται και για το χαρακτηρισμό μεγάλων μυθιστορηματικών, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη λχ, του Τολστόι, και ποιητικών συνθέσεων.

Μελική

Τραγούδια που τραγουδιόνταν από 1 άτομο με συνοδεία λύρας. Καλλιεργήθηκε κυρίως στη Λέσβο.
Εμφανίζεται τον 8ο αιώνα π.Χ. πρόκειται για τραγούδια (μέλη) άλλοτε μονωδικά (μονωδίες) και άλλοτε χορωδιακά (χορικά) συνοδευόμενα από έγχορδο (λύρα) ή πνευστό (αυλό) ή με συνδυασμό και των δύο.
Στατικά ή χορευτικά, για άντρες ή γυναίκες, αποτεινόμενα σε θεούς ή ανθρώπους, στροφικά ή αστροφικά, ρυθμικά απλά ή πολυσύνθετα (πολυογδοϊκά), σύντομα ή εκτενή ανάλογα με την εποχή και το συνθέτη (ποιητή) και το σκοπό ή το λόγο για τον οποίο γράφτηκαν.
Τα κυριότερα είδη μελικής ποίησης είναι:
1.Ο ύμνος
Ο ύμνος είναι είδος συγκεκριμένης σύνθεσης αφιερωμένης στους θεούς.
Είναι χορωδιακός συνοδεία κιθάρας και οι τραγουδιστές έμεναν ακίνητοι κατά την εκτέλεση..
Είδος ύμνου είναι ο παιάνας, ο οποίος είναι τραγούδι επινίκιας ευχαριστίας στους θεούς. Γνωστός για τους παιάνες του ήταν ο Πίνδαρος. Τον παιάνα τον τραγουδούσαν οι ναύτες και οι στρατιώτες πηγαίνοντας για τη μάχη, κατά τη διάρκεια αυτής και επιστρέφοντας νικητές. Τον τραγουδούσαν όμως και σε γιορτές όπως τα Παναθήναια ή ως προσευχή σε επερχόμενο κίνδυνο ή λιμό. Η απόδοσή του γινόταν από χορωδία και σπάνια από μία μόνο φωνή. Οι ερμηνευτές στέκονταν ακίνητοι ή είχαν στατική και ελαφριά κίνηση χωρίς μετατόπιση δηλαδή στο χώρο. Τέλος στα συμπόσια οι συνδαιτυμόνες πριν το φαγοπότι έψελναν έναν παιάνα στο θεό Απόλλωνα.
Χορική

Η πιο αξιόλογη και περίτεχνη ποιητική δημιουργία Ελλήνων 6ου και αρχών 5ου αι. Οι χορικοί ποιητές έγραφαν ποιήματα-τραγούδια για να εκτελεσθούν αυτά από χορό, συνέθεταν τη μελωδία που τα συνόδευε, όριζαν τις χορευτικές κινήσεις που τα συνόδευαν, συνήθως δίδασκαν και τη χορογραφία στο χορό και συνόδευαν το χορό με το μουσικό του όργανο. Τα τραγούδια αυτά αποτελούσαν πάντα μέρος μιας εορταστικής εκδήλωσης, μιας θρησκευτικής –λατρευτικής τελετής. Τόπος ακμής: Σπάρτη 7ου π.Χ. αι.

Διθύραμβος
Ήταν λυρικό άσμα ενθουσιαστικού χαρακτήρα, προς τιμή του Διονύσου. Ψαλλόταν από ομάδα ανδρών ή αγοριών με την συνοδεία αυλού, στις διονυσιακές γιορτές. Το θέμα αρχικά ήταν η γένεση του Βάκχου, ενώ στην συνέχεια το πλαίσιο έγινε ευρύτερο. Πιστεύεται πως η λέξη προήλθε από: α) τον "Διθύραμβο" Διόνυσο, που γεννήθηκε δύο φορές, μια από την Σέμελη και μια από τον μηρό του Δία και β) δις-θύρα-βαίνω. Η εξέλιξή του οδήγησε στη γένεση της τραγωδίας. Με τα χρόνια εξελίχθηκε από λατρευτικό τραγούδι σε ξεχωριστό λυρικό και χορευτικό καλλιτεχνικό είδος.
Πατέρας αυτής της εξέλιξης θεωρείται ο Αρίων που ανέπτυξε τα λατρευτικά χορικά άσματα, τους έδωσε τίτλους και τα παρουσίασε με Σατύρους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο ο Αρίων ήταν ο πρώτος γνωστός συνθέτης που παρουσίασε τον διθύραμβο στην Αρχαία Κόρινθο, πιθανότατα την εποχή του τυράννου Περιάνδρου.


Αρχαιογνωσία


Εάν η μαρτυρία του Αριστοτέλη είναι σωστή, τότε ο Θαλής Μιλήσιος είναι ο πρώτος φιλόσοφος μεταξύ των τριών: Αναξίμανδρο και Αναξιμένη.
Κατά τον Θαλή, η σταθερή αιώνια και αναλλοίωτη ουσία είναι το νερό. Υποστήριζε επίσης ότι ο σοφός, προηγείται του φιλοσόφου όπως η σοφία, είναι προγενέστερη της φιλοσοφίας. Η σοφία λοιπόν της αρχαϊκής εποχής, είναι εμπνευσμένη από τους θεούς, χειρισμός του ποιητικού λόγου και επιτόπια έρευνα (ιστορία) και κάποια στιγμή αυτό, θα οδηγήσει στη φιλοσοφία.
Ο δε Αναξίμανδρος, όπου η αρχή του είναι ότι τα πάντα προέρχονται απ’ το άπειρο, εκμεταλλεύτηκε τη δυνατότητα της ελληνικής γλώσσας να μετατρέπει τα επίθετα και τους ρηματικούς τύπους σε ουσιαστικά, και έπλασε το δικό του άπειρο. Το οριστικό άρθρο ΄΄το΄΄ όταν προσαρτηθεί σε ένα επίθετο, σε μια μετοχή ή σε ένα απαρέμφατο, δημιουργεί ένα αφηρημένο ουσιαστικό, μετατρέπει μια ιδιότητα σε ουσία. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την ελληνική φιλοσοφία, αφού η βασική ελληνική φιλοσοφική ορολογία έχει δημιουργηθεί με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, αρκεί κανείς να σκεφθεί έννοιες όπως: το ον – το αγαθό – ή το νοείν, κλπ.
Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα ξεκίνησε ως θεωρία, ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στον κόσμο, τον παρατηρεί και τον ερμηνεύει. Το στοιχείο που φέρνει όμως ο Πυθαγόρας στην ελληνική σκέψη είναι η σύλληψη της φιλοσοφίας ως τρόπου ζωής. Η φιλοσοφική μύηση δεν είναι απλώς εισαγωγή σε ένα θεωρητικό σύστημα, αλλά είναι ολοκληρωτική ψυχική μεταστροφή, στράτευση σε έναν νέο τρόπο ζωής.
Μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, η φιλοσοφική πραγματεία ήταν ο ποιητικός λόγος και θιασώτης αυτή και ο Παρμενίδης. Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Ομήρου και του Ησίοδου. Ο Παρμενίδης, έχει δείξει μέσα από έναν συλλογισμό του δύο πράγματα. Ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε και δεύτερον ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι είναι. Δηλαδή: όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη κάτι υπάρχει, ή δεν υπάρχει, δεν μπορεί ταυτόχρονα να υπάρχει και να μην υπάρχει. Άρα αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί, το όν είναι αγέννητο.
Κάτι παρόμοιο λέει και Εμπεδοκλής: είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι από αυτό που δεν υπάρχει καθόλου, και είναι ακατόρθωτο και ανήκουστο να εμφανίζεται αυτό που υπάρχει.
Ο Αναξαγόρας λέει: οι Έλληνες κάνουν λάθος για τη γέννηση και τη φθορά, γιατί κανένα πράγμα δεν γεννιέται ούτε χάνεται, αλλά συντίθεται από πράγματα που υπάρχουν, και μετά αποσυντίθεται. Συνεπώς, η γέννηση είναι μίξη και η φθορά διαχωρισμός.
Μεγάλα ερωτηματικά είχαν επίσης οι αρχαίοι φιλόσοφοι για το εάν διδάσκεται η αρετή, ή όχι. Οι σοφιστές ισχυρίζονταν ότι την διδάσκουν, ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας δεν αμφισβήτησαν ότι είναι μια μορφή γνώσης, αλλά θα πρέπει να είναι ικανός κανείς για να διδάξει αυτή τη γνώση η οποία, ενυπάρχει αρχικά σαν ουσία αλλά θα πρέπει στην πορεία να διαχωριστεί σε αξίες. Δείγματα αναφέρονται στους Σωκρατικούς διαλόγους με τον Πλάτωνα που ξεκινούν συνήθως με τη διατύπωση ενός ερωτήματος της μορφής, «τι είναι Χ»  όπου το Χ είναι μια γενική έννοια ηθικής προέλευσης πχ. Τι είναι ανδρεία, τι είναι ευσέβεια, τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι αρετή. Είναι ενδιαφέρον ότι τα ερωτήματα αυτά δεν είναι κατανοητά από τους συνομιλητές του Σωκράτη, όλοι προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις αλλά πέφτουν στο κενό. Από τους πλατωνικούς διαλόγους μαθαίνουμε περισσότερα για τη μεθοδολογία της σωκρατικής έρευνας παρά για τις φιλοσοφικές θέσεις του Σωκράτη. Είναι γνωστό ότι τα προβλήματα που απασχολούσαν τον Σωκράτη ήταν η ηθική, και η πολιτική. Το στοιχείο όμως που εντυπωσιάζει τους Σωκρατικούς διαλόγους είναι ο τρόπος που διεξάγεται η συζήτηση. Πάντοτε ζωηρή, αλλά ποτέ άναρχη. Ο Σωκράτης αποφεύγει δε πάντοτε τους μακροσκελείς μονολόγους και συνιστά στους συνομιλητές του να θέτουν διαζευκτικά ερωτήματα και αν είναι δυνατόν να απαντούν με ένα ναι, ή όχι. Τέλος, η απαίτηση του Σωκράτη να ορισθούν οι ηθικές έννοιες, συνάδει με την πεποίθησή του ότι η αρετή, είναι γνώση, αλλά: Ενάρετος μπορεί να γίνει κανείς, μόνο όταν γνωρίζει τι ακριβώς είναι η αρετή. Το παράδοξο όμως στην περίπτωσή του είναι ότι πάντοτε διακήρυσσε ότι ο ίσιος, δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε. Αλλά θα μείνει ως δείγμα αρετής η διάσημη ρήση του: κρείτων αδικείσθε του αδικείν.





Αρχαιογλωσσία


Μερικά παραδείγματα, για το πως οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν τις λέξεις.
Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει στη ζωή μας και περισσότερο στο σχολείο πως άνθρωπος, σημαίνει άνω-θρώσκω. Δηλαδή κοιτά επάνω, στο Θεό. Μέγα λάθος, γιατί το θρώσκω, δεν σημαίνει βλέπω ή κοιτώ, αλλά κάτι άλλο. Το θρώσκω ανήκει στην οικογένεια των θερ – θηρ, όπως και το θηρ-ίον, το θηρ-εύω ή θηρ-ιωδία, που σημαίναι τινάσσομαι, πηδώ. Άλλομαι. Όλες οι μάχες της Ιλιάδας έγιναν με το φοβερό θρώσκω, όπως και ο Αχχιλεύς, ο θρώσκων ήρως. Αλλά ο θρώσκων σερνικός ήρωας που διαπράττει όλες αυτές τις θηριωδίες στα πεδία των μαχών τι κάνει σε καιρό ειρήνης όταν επιστρέφει σπίτι του, πάλι θρώσκει ως θρώσκων επί των γυναικών αυτού, θούρος, ορμητικός, δηλαδή θόρννυται και οι γυναίκες θορίσκονται, δηλαδή δέχονται τον θορό, το σπέρμα του άρρενος για να γίνει το θερόεν, το έμβρυο. Και φυσικά, η αναφορά άνθρωπος προσδιορίζεται στον άνδρα, ανήρ, μεταφορικά ο άνδρας ο οποίος θρώσκει, πηδά, στο θηρίον για χάριν θεού.

Από την άλλη όμως, περί του ονόματος «άνθρωπος», δίδεται από τον Σωκράτη στον «ΚΡΑΤΥΛΟ» η ακόλουθος ετυμολογική ερμηνεία (την παραθέτω εδώ σε μετάφραση):

   [……ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Νομίζω ότι και το όνομα των ανθρώπων, μία από αυτές τις αλλοιώσεις υπέστη, καθώς και αυτό έγινε όνομα, ενώ πριν ήταν έκφρασις. Με την αφαίρεσιν του γράμματος Άλφα και με την μεταβολήν του τόνου της λήγουσας από οξύτερο σε βαρύτερο.
   ΕΡΜΟΓΕΝΗΣ: Τι εννοείς ;
   ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Ιδού τι εννοώ: Το όνομα «άνθρωπος» σημαίνει ότι τα μεν άλλα ζώα τίποτε από όσα βλέπουν δεν μελετούν, δεν συλλογίζονται και δεν αναθρούν … τίποτε ήτοι δεν παρατηρούν με προσοχή… ο δε άνθρωπος άπαξ και δεί κάτι – άπαξ δηλαδή και «όπωπε» κάτι – και αναθρεί και συλλογίζεται ό,τι όπωπε. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο άνθρωπος σωστά ονομάστηκε «άνθρωπος», διότι είναι το μοναδικό ζώον, το οποίον «αναθρεί ά όπωπε», παρατηρεί δηλαδή με μεγάλη προσοχή ό,τι έχει δεί….].

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο σοφότερος των ανθρώπων Σωκράτης, μεταφέροντας μέσα από τον συγκεκριμένον διάλογον την πανάρχαια γνώσιν της Ελληνικής ονοματοθετήσεως διά την συγκεκριμένην λέξιν, δίδει την πληροφορίαν ότι η λέξις «άνθρωπος» στην πρωτογένεσιν της ήταν περιφραστικός επιθετικός προσδιορισμός του όντος, το οποίον διέφερε από τα ζώα βασικά ως προς τον τρόπον με τον οποίον χρησιμοποιούσε τον νούν του και ως προς τις διανοητικές του ικανότητες.
Έτσι ο περιφραστικός επιθετικός προσδιορισμός «αναθρών ά οπωπε», συνεπτύχθη μονολεκτικά  σε «ανάθρωπος», και εν συνεχεία με την αφαίρεση του γράμματος «α» μεταξύ των φθόγγων «ν» και «θ» και της μεταφοράς του τόνου στην πρώτην συλλαβήν της λέξεως, διεμορφώθη η λέξις  «άνθρωπος»!

Η δε γυνή εκείνα τα χρόνια της ανδροκρατίας ονομαζόταν Δάμ-αρ. δηλαδή η δαμασμένη. Η παντρεμένη, η υπ- ανδρός, και η ελεύθερη με το στερητικό α, γίνεται άδμητος, άγαμος. Και σήμερα, σωστά μία γυναίκα λέει είμαι πανδρεμένη αλλά όταν το λέει ένας άνδρας, είναι λάθος. Ο άνδρας, δεν είναι πανδρεμένος, δηλαδή υπό του ανδρός αλλά η σωστή ορολογία είναι: νυμφευμένος.
Από την αρχαία ελληνική βαύκαλις: αγγείο, προέρχεται η λατινική baukalis και απ’ αυτήν η βενετσιάνικη bocal και η ιταλική boccale, και από αυτές το μπουκάλι.
Λέμε πιστεύω και γονατίζουμε. Από την πιθ, ο πισ-τός, η πειθώ και το πείσμα, που σημαίνει σχοινί. Εάν είσαι δεμένος χειροπόδαρα τι θα κάνεις, θα γονατίσεις.
Την γνωστή Πηνελόπη, δεν έλεγαν έτσι πριν την Οδύσσεια. Δές- ποινα την έλεγαν οι υπήκοοι, δηλαδή υπάκοοι, από το δες, δεσμώτης. Οι υπήκοοι, είχανε πάντοτε δεσμώτες. Οι μνηστήρες, την αποκαλούσανε Βασσίλινα πριν την ονομάσουν Πην-έλη. Δάμαρ, την φώναζε μόνον ο Οδυσσεύς πριν τον Τρωικό πόλεμο, δηλαδή δαμασμένη. Είναι γνωστή η απάντηση που έδωσε στους μνηστήρες που την πίεζαν να διαλέξει έναν από αυτούς, ότι θα αποφασίσει, μόλις τελειώσει το πανί που υφαίνει, αυτό όμως δεν τέλειωνε. Έτσι, μες τα Πην-ία, στα μασούρια δηλαδή περνούσανε τα χρόνια και οι μνηστήρες άρχισαν να την λένε Πην-νίν, από την Πήν-η, το πηνίον, το καλάμι με το τυλιγμένο νήμα και χαϊδευτικά την φώναζαν, Πην-έλη, κατά το Κυψέλη, Νεφέλη κα. Αλλά δεν μπορούσαν να δουν το όφελός της το (όπ) κι έτσι έμειναν στο Πηνέλη. Μόνο ο Οδυσσέας είδε το όφελος από το έργο της και πρόσθεσε το όπ, στο Πηνέλη και έγινε Πηνελόπεια. Από το όπ, έργο, παράγεται το Opus, Όπερα, Οπερατές. Όπ, ελληνικόν όφελος και Opus, λατινικό έργο.

Το επίρρημα ασπασίως, που σημαίνει περιχαρώς, ή ο ασπάσιος, ο ευχάριστος μας δίνει το γνωστό όνομα από την αρχαιότητα Ασπασία. Και αυτό γιατί ο Περικλής όπως εξηγεί ο Πλούταρχος κάθε φορά που έφευγε από το σπίτι την κρατούσε σφιχτά, και την φιλούσε, δηλαδή την ασπάζονταν από το σπαν, του έλκω προς τα εμένα. Έτσι το α-σπά-ζομαι, σημαίνει αποκλειστικά αγκαλιάζω, φιλώ, και μεταφορικά παραδέχομαι ή συμμερίζομαι απόψεις.
Πέλοψ. Ο πελλός στην όψη, ο μελαχρινός. Έτσι έχουμε την Πελοπόννησο σήμερα που κάποτε ονομαζόταν Πέλοπος νήσος. Από τον πρώτο μυθικό βασιλιά της τον Πέλοπα. τον μελαμψό.
Τέλος, πόσες φορές χρησιμοποιούμε τον συμπερασματικό σύνδεσμο άρα. Που σημαίνει: λοιπόν – ώστε – επομένως.
Το μόριο ρα, ή άρα δηλώνει:
ΠΡΩΤΟΝ: την συν-αρ-τηση πράξεων, καταστάσεων κλπ. Όταν υπάρχει ανάμεσά τους σχέση αιτιολογική. Επεί ρα = επειδή, βεβαίως. Ότι ρα=επειδή, καθώς =βλέπεις.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ:  τη χρονική ακολουθία πράξεων καταστάσεων κλπ. Που απ-αρ-ι-θ-μούνται: ότε ρα=ευθύς ώς, έπειτα, μετά. Α- ι= θμός, σημαίνει σειρά.
ΤΡΙΤΟΝ: τη βεβαιότητα του του αρ-μου. Ρα=βεβαίως
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: τη σταθερότητα του προσ-αρ-μόζω, κατά τρόπο τέλειο. Ρα=σωστά.
ΠΕΜΠΤΟΝ: την ακρίβεια του άρ-τιον και άρ-ιστον.Ρα= ίσα-ίσα, ακριβώς.
ΕΚΤΟΝ: την αρ-έ-σκεια και ευ-αρ-‘ε-σκεια, για την αρμονική κατασκευή, για την ενάρετη πράξη. Λέμε.. μου αρ-έσει, άρα είναι καλό. Λέμε αρ-μενίζει, άρα είναι καλοτάξιδη. Όπου λοιπόν υπάρχει αρ-α ή ρα, εκεί και συν-άρ-τηση, δεν λέμε λόγια α-συν-αρ-τητα. Με το αρ-α ήρα, υπάρχει πάντοτε λογικός ειρμός. Όπου υπάρχει άρ-α, υπάρχει προς-αρ-μογή. Ο απροσάρμοστος δεν μπορεί να πεί άρ-α.
Είναι τόσα πολλά, αλλά ας κλείσουμε όμως με τους μήνες, όπου εδώ δεν ισχύει το ίδιο γιατί οι περισσότεροι έχουν λατινική ρίζα, αλλά θα πούμε και πως ονομάζονταν στην αρχαιότητα σαν μικρές όμορφες ιστορίες.
Ιαν – ουάριος: από τον διπρόσωπο θεό της Ρώμης Ιανό, όπου με το μισό πρόσωπο κοιτάει την Αθήνα και με το άλλο μισό την Άγκυρα. Στην αρχαία Αττική τον έλεγαν Γαμηλιών, (21-1 ~ 19-2) επειδή τότε γίνονταν οι περισσότεροι γάμοι. Η λέξη παράγεται από την ρίζα γαμ-, απ’ όπου οι: γαμ-έω / γαμ-βρός / γαμ-έτης / γαμ-ετή, που είναι η νύφη. Η γαμ, προκύπτει από τις: γεν – γαν – και γν, και απ’ αυτές έχουμε: γενώ – γένος – γέινομαι – νεογνός κλπ. Σανσκριτικά gan-as=on / ganita=γεννήτωρ. Κλπ……..
Φεβρουάριος: από το λατινικό ρήμα februare, που σημαίνει καθαίρω, αγνίζω, αποβάλω. Στη διάρκειά του οι Ρωμαίοι διοργάνωναν τελετές εξαγνισμών. Σαν Αττικός μήνας ονομαζόταν Ανθεστηριών (περίπου μέσα Φεβρουαρίου με μέσα Μαρτίου) Ανθεστήρια, γιόρταζαν τα άνθη της μυγδαλιάς με διαγωνισμούς οινοποσίας και η λέξη παράγεται από τη ρίζα αθ-, και από αυτή παράγονται τα: αθήρ, το άχανο στάχυ, αθέρας – αθήνη=το πιο εκλεκτικό = άνθος – ανθώ – ανθηρός και από την ανθηρά, αθήνη, και τέλος το Αθηνά, η πιο Εκλεκτή. (Να τι σημαίνει γλώσσα ελληνική λοιπό, να τι σημαίνει μαγεία).
Μάρτιος: από το λατινικό Martius, που σημαίνει Άρειος, από τον θεό του πολέμου Mars, Άρης. Σαν Αττικός μήνας ονομαζόταν Ελαφηβολιών: (21-3 ~ 19-4) ο μήνας για την αγορά ελάφων. Τότε εορτάζονταν τα ιερά ελάβη – βίλια, μια γιορτή προς τιμήν της ελαφοκυνηγού Αρτέμιδος. Και ελαφή, σημαίνει το δέρμα του Ζώου.
Απρίλιος: από το λατινικό Aprilis, απ’ το apertio = ανοίγω. Apertus ονομάζεται ο ανοιχτός και apertio  η άνοιξη. Έτσι Aprilis, ονομάζεται ο ανοιξιάτικος. Σαν Αττικός μήνας ονομαζόταν Μουνυχιών: (20-4 ~ 16-5) στη διάρκειά του γιόρταζαν τη Μουνυχία Αρτέμιδα. Το ιερό της βρισκόταν στο λιμανάκι μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς, που το έλεγαν Μουνυχία, (απ’ όπου και ο μήνας)
Μαϊος: από την μητέρα του Ερμή Μάγια = Μαία. Η Μαία, κόρη του Άτλαντα και της Πληόνης, ήταν μητέρα του Ερμή από τον Δία. Ο Μάϊος λοιπόν παράγεται από το Μάγια, κι επειδή το όνομά του συντηχεί με τη μαγεία θεωρείται μήνας ευνοικός γι’ αυτήν. Σολωμός: Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια. Σαν Αττικός μήνας ήταν με το όνομα Θαργηλιων: (19-5 ~ 17-6) Θαργήλια = τα δημητριακά. Στη διάρκεια της γιορτής, μετέφεραν στους δρόμους της πόλης τα πρώτα δημητριακά τραγουδώντας την άφιξη της ευτυχίας και της υγείας.
Ιούνιος: από την λατινική Junius (Juno=Ήρα). Ο Ηραίος Ιούνιος ήταν μήνας αφιερωμένος στην «Κυρά», η Ήρα, ως θηλυκό του Ήρως=Κύριος, ήταν Κυρία = κυρίαρχη. Στην Αττική ο μήνας ονομάζονταν Σκιροφοριών: (18-6 ~ 16-7). Σκιροφόρια: την ίδια μέρα οι Αθηναίοι γιορτάζουν το θερινό Ηλιοτρόπιο. Ο Ιερεύς του ήλιου με την ιέρεια της Αθηνάς και τον ιερές του Ποσειδώνα πηγαίνουν να θυσιάσουν στο θεό Ήλιο. Πορεύονται και οι τρείς κάτω από ένα σκιάδο, (σκίριον) δηλαδή: σκίαστρο.
Ιούλιος: από τον Ιούλιο Καίσαρα. Ίουλος όμως στα ελληνικά ονομάζονται: το πρώτο χνούδι που φαίνεται στα μάγουλα των αγοριών και δεύτερον, και το πρώτο δεμάτι των σταχυών που ρίχνεται στο αλώνι, γι’ αυτό και ο Ιούλιος λέγεται και Αλωνάρης. Στην Αττική, ονομάζονταν Εκατομβιών: (17-7 ~ 15-8) είναι από τη λέξη εκατόμβη, που σημαίνει εκατό βόδια. Πρόκειται για τη μαγική πράξη πολλαπλασιασμού των βοδιών όπυ θυσίαζαν ένα προς τιμήν του Απόλλωνα για ν’ αποκτήσουν εκατό.
Αύγουστος: που στα λατινικά  (Augystus) σημαίνει σεβαστός, σεπτός, ιερότατος, μεγαλείος. H λέξη παράγεται από το augeo, Που σημαίνει αύξω: αυξάνω. Η ρίζα του αύξω είναι Fεξ, και με το α που προτάσσεται γίνεται α-Fεξ, δηλαδή την αύ-ξηση. Γιατί τώρα όλα αυτά; Γιατί 27 χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού ο Οκταβιανός, αύ-ξησε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε έκταση και ισχύ. Οι Ρωμαίοι τότε, και οι τότε Φιλιππινέζες τους Ευρωπαίοι , Ασιάτες και Ρωμιοί, για να τον τιμήσουν τον αποκαλούν Αύγουστο, δηλαδή, αυξητικό, σεβαστό κλπ. Στην Αττική η μήνας ονομαζόταν Μεεταγειτνιών: (16-8 ~ 14-9) ο λόγος είναι λίγο πεζός, διότι στην διάρκειά του γινόταν οι μετακομίσεις απ’ τη μια γειτονιά στην άλλη. Τα Μεταγείτνια λοιπόν, ήταν η εορτή των γειτόνων ή τα Μετοίκια.
Σεπτέμβριος: από τη λατινική septem = επτά. Αρχικά ήταν ο έβδομος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου μετά τον Μάρτιο. Στη συνέχεια έγινε ο πρώτος του έτους και μετά ο ένατος. Ήταν ο μήνας των συνεχών μετακομίσεων. Στην Αττική ονομαζόταν Βοηδρομιών: (15-7 ~ 13-9) Βοηδρομέω σημαίνει τρέχω, =θέω προς τη βοή. Κάποιος βοάει ή γοάει: φωνάζει δυνατά και εγώ… θέω: δρομέω, τρέχω ως.. βοη-θόος, βοη-θός, για να προσφέρω βοή-θεια. Ο Θησεύς προσέφερε βοή-θεια εναντίον των Αμαζόννων και οι Αθηναίοι ονόμασαν Βοη-δρομιώνα τον μήνα εις ανάμνησιν.
Οκτώβριος: από την λατινική October, που σημαίνει όγδοος. Αρχικά ήταν ο όγδοος μήνας στο ρωμαϊκό ημερολόγιο και μετά την καθιέρωση του Ιανουαρίου ως πρώτου έγινε 10ος. Στην Αττική ονομαζόταν Πυανοψιών: (14-10 ~ 12-11). Πυανέψια: ήταν γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα και τότε έτρωγαν κουκιά. Έτσι έχουμε: Απ’ το πύανον – έψειν: ο Πυανεψιών και το εκλεκτόν έδεσμα. Γι’ αυτήν την αιτία, σ’ όλη τη διάρκεια του Πυανεψιώνα, οι πιστοί λένε: «τ’ άη Λουκά σπείρε τα κουκιά» αλλά και πέρα από αυτό οι ιερείς κάθε Κυριακή διαβάζουν το κατά Λουκάν.
Νοέμβριος: παράγεται από τη λατινική November, που σημαίνει ένατος. Στην αττική ονομαζόταν Μαιμακτηριών: (18-11 ~ 11-12). Ο μήνας της σποράς. Σποράτης στην Κρήτη / Σποριάτης στη Ρόδο / Νιαστής στην Ικαρία, απ’ το νιάζω, νεάζω, δηλαδή ανανεώνω, Μαιμακτηριώνα: το μια-μάω, ο μαιμάτης και ο Μαιμακτηριών παράγονται από την πολύ γόνιμη ρίζα (Μα) που σημαίνει επιθυμία, προθυμία και λαχτάρα. Η μεγαλύτερη λαχτάρα σ’ έναν γεωργικό πληθυσμό είναι η σπορά, γι’ αυτό και σήμερα γιορτάζουν τα Θε-σμοσφόρια ή πηγαίνουν τους σπόρους στης εκκλησίες για να τους ευλογήσει ο ιερέας. Ο Νοέμβρης, ο Μαιμακτηρίων είναι ο Σποράτης και όλοι προσπαθούν με κάθε μέσον να γεννηθεί ο Πλούτων (ο πλούτος, σε χωράφι τρίπολον: τρείς φορές οργωμένο).
Δεκέμβριος:  για το ρωμαϊκό ημερολόγιο ο δέκατος μήνας. Το δέκ-α, τα δέκ-α, παράγονται από τη δέκ-, απ’ όπου η δεξ-ιά, τα δέκ-ατα, οι τάχα α-δέκ-αστοι λειτουργοί, το δεκ-άζω, τα δοκ-ανά κλπ. Στην Αττική ονομαζόταν Ποσειδών: (12-12 ~ 10-1) Στα μυκηναϊκά Ποσειδάων. Στα δωρικά Ποτειδάν. Το πρώτο συνθετικό «ποτεί» που σημαίνει κύριος, δεσπότης, το δεύτερο «δα» σημαίνει γη, οπότε Ποσειδών, είναι ο σύζυγος της γης. Λατινικά: pot-ens=ισχυρός και Σανσκριτικά:



*********************************


Κυριάκος Κυτούδης. Καθηγητής ποίησης της International Art Academy




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου