Ποίηση, μια μυσταγωγία. Κ. Κυτούδης





Ποίηση, μια μυσταγωγία




Ο κόσμος μας, δεν είναι αυτό που βλέπουμε, αλλά αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε. Δηλαδή από ποια οπτική γωνία τον εξετάζουμε και φυσικά, με ποια μέσα, δηλαδή, με ποιες αισθήσεις, και γνώσεις.

Έτσι είναι και η ποίηση, η τέχνη των τεχνών, ένα τεράστιο και ανεξάντλητο θέμα, που όσο και να μιλά κανείς, δεν μπορεί παρά μόνον να φιλολογεί. Έτσι, μέσω της φιλολογίας, θα προσπαθήσω να πω αυτά που θέλω, όσο πιο απλά γίνεται γιατί στο τέλος, αυτό που έχει αξία και σημασία είναι πάντοτε η απλότητα.

Ας ξεκινήσω από την τέχνη των τεχνών, για να φτάσουμε στην ποιητική μυσταγωγία. Όλοι το λένε, όλοι το φωνάζουν, όλοι την υμνούν σαν τέχνη των τεχνών αλλά δεν ξέρω εάν όλοι, κατανοούμε το γιατί. Ναι είναι, αλλά γιατί είναι. Γιατί στο τέλος, είναι και αυτό απλό. Γιατί απλά από τον ποιητή, λείπει «η πρώτη ύλη». Για σκεφθείτε, ο ζωγράφος έχει τα χρώματα και τα πινέλα, ο μουσικός έχει τις νότες, ο ηθοποιός έχει το κείμενο, ο μάγειρας έχει τις πρώτες ύλες, και μ’ αυτές μπορεί να δημιουργήσει αλλά ο ποιητής, δεν έχει τίποτε. Αλλά χωρίς να το γνωρίζει, έχει τα πάντα. Μη έχοντας λοιπόν πρώτες ύλες, εκ του μηδενός, ποιεί.

Άρα είχε δίκιο ο Σωκράτης όταν έλεγε στον ποιητή Ίωνα πως: κάθε άνθρωπος όσο έχει μέσα του τη λογική, αδυνατεί να γράψει ποίηση. Το ίδιο περίπου έλεγε και ο Πλάτωνας πως οι ποιητές, δημιουργούν τα έργα τους ευρισκόμενοι σε κατάσταση ενθουσιασμού, δηλαδή σε μια κατάσταση όπου η λογική τους έχει εγκαταλείψει. Άρα είναι κάπου αλλού.

Ο Σωκράτης έλεγε ακόμη πως χωρίς τη διάκριση καλού και κακού, η έννοια της ηθικής καταρρέει. Και ας μου επιτρέψετε να συμπληρώσω, πως αυτό γίνεται και στην ποίηση. Για κάθε ποίημα, χρειάζεται κι ένας ηθικός λόγος. Δεν γράφεις απλά για να γράφεις και φυσικά, σύμφωνα με τους νόμους του σύμπαντος, για κάθε αιτιατό, υπάρχει κι ένα αίτιο. Για κάποιον λόγο το γράφεις. Απλά αυτός ο λόγος, θα πρέπει να είναι ηθικός. Και πως ξεχωρίζει όμως κανείς, εάν το ποίημα διέπεται από τον ηθικό λόγο σαν αίτιο, κι εάν ο ποιητής, μπορεί μέσα από τους στίχους του να κρυφτεί. Μια προσέγγιση δηλαδή φιλοσοφική, διερευνητική, όχι ανάλυση ενός ποιήματος, αυτό είναι άλλο πράγμα, αλλά η ανακάλυψη του ποιος γράφει, κι ανεξάρτητα από το τι γράφει, το ποιος τελικά είναι. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα.

Εάν επί παραδείγματι λέει κάποιος στίχος:


Κι ενώ είχαν αδειάσει από γιασεμιά οι αυλές του φεγγαριού
κι έπαψαν να πετούν στο γαλανό οι γλάροι
εγώ, συνέχιζα να σπέρνω απ’ το μπρούσκο του φιλιού
να έχουν τα μικρά παιδιά, γλυκό το μαξιλάρι.

Ο ποιητής, ξεκίνησε ίσως μ’ έναν ηθικό λόγο αλλά στο ποίημά του αστόχησε. Κι από μία και μόνο λέξη, το εγώ. Προσδιορίζοντας έτσι, ότι είναι ίσως ο μοναδικός σωτήρας για να συνεχίσουν τα παιδιά να έχουν γλυκό το μαξιλάρι ενώ πολύ εύκολα, θα μπορούσε αντί να γράψει:

εγώ, συνέχιζα να σπέρνω απ’ το μπρούσκο του φιλιού

να γράψει:

μα δεν σταμάτησα να σπέρνω απ’ το μπρούσκο του φιλιού………….

Αλλά για να το γράψει έτσι, θα πρέπει πρώτα να έχει ξεπεράσει ή μετριάσει το εγώ του. Θα πρέπει να δεχθεί, ότι σίγουρα είναι κι άλλοι που σπέρνουν στις αυλές του φεγγαριού, εκτός κι αν στα ταξίδια του, δεν συνάντησε ποτέ κανέναν παρά μονάχα τον εαυτό του. Δηλαδή ο ποιητής, παρά την πρόθεσή του, είναι εγωκεντρικός.

Άρα, τι είναι ποίηση; Οι γνώσεις του πως γράφεις ένα ποίημα, ή το τι συμβαίνει σε ένα ποίημα; Και δεν αναφέρομαι όπως προείπα στην ανάλυση ενός ποιήματος, αλλά στο φιλοσοφικό του μέρος.
Κανείς μα κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από την ποίησή του γιατί ότι έμπνευση και να έχει, για όποιον λόγο γράφει, απ’ τη στιγμή που περνάει από μέσα του και μετουσιώνεται σε λέξεις, προσδιορίζει απόλυτα το ποιος είναι. Τους φόβους του, τις ελπίδες του, τις αναστολές του, τα όνειρά του, τις γνώσεις και εμπειρίες του και φυσικά, και την τυχόν έπαρση και εγωκεντρισμό του. Γι’ αυτό ο Διονύσιος Σολωμός 19 φορές εξέταζε τον κάθε στίχο, και όχι μόνον γι’ αυτό, γι’ αυτό ο Καβάφης περισσότερο έσβηνε, παρά έγραφε. Γι’ αυτό το κάθε ποίημα είναι ένα θεριό που πρέπει να μερέψεις. Γι’ αυτό το κάθε ποίημα δεν είναι μια παραγωγική διαδικασία, αλλά μια δημιουργία. Θα μου πείτε, δεν μπορεί κανείς να υποκριθεί στην ποίηση; Και θα σας πω όχι, δεν μπορεί. Αν θέλει φυσικά να γράψει σοβαρή ποίηση.
Μπορεί κανείς να πάρει όποιον ποιητή θέλει στον κόσμο. Να διαβάσει όλα του τα ποιήματα, και μετά, να διαβάσει για τη ζωή του. Θα δει πως δεν είναι τίποτε άλλο από έναν καθρέφτη. Θα το δει κανείς παντού. Στον Καρυωτάκη, στον Σεφέρη, στον Ρίτσο, στον Ελύτη, στον Πεσσόα, στον Μπωντλαίρ, όπως και στον Μπουκόφσκι, τον Μαγιακόφσκι ή τον Τ.Σ. Έλιοτ. Δεν θα μπορούσε ποτέ ένας Σολωμός, να γράψει την ποίηση του Καρυωτάκη ή ο Βάρναλης, να γράψει την ποίηση του Ελύτη, όπως φυσικά και το αντίστροφο.

Όπως ακριβώς είμαστε το αποτέλεσμα των επιλογών και των πράξεών μας, έτσι ακριβώς και στην ποίηση, είμαστε μόνον εμείς και κανείς άλλος. Και αυτό δεν φαίνεται απλά, αλλά το φωνάζουμε.

Τα παραπάνω δεν τα παραθέτω για να σας μπερδέψω, αλλά ένα-ένα, σιγά-σιγά να τα ξεκαθαρίζουμε. Ας γυρίσουμε λοιπόν στην τέχνη των τεχνών. Εκεί που ο ποιητής δεν έχει πρώτες ύλες. Θα πει κάποιος πως έχει, το μολύβι και το χαρτί. Όχι, αυτά είναι το μέσον για το αποτέλεσμα όπως ο καμβάς για τον ζωγράφο. Θα πει κάποιος πως έχει τη σκέψη. Και πάλι όχι, και αυτό είναι το μέσον όπως το έχει και ο ζωγράφος. Ένα ποίημα, είναι το αιτιατό, το αίτιο όμως, μπορεί να λέμε ότι είναι η έμπνευση, η παρατήρηση, όπως και στη φιλοσοφία αλλά επιτρέψτε μου να πω δεν είναι. Είναι τα μέσα προ του αιτίου και αιτιατού. Άλλως, ας μου περιγράψει κανείς την έμπνευση, ή την παρατήρηση, ας της δώσει σχήμα και χρώμα, όπως και τη σκέψη. Αφηρημένες μεν έννοιες, αλλά που όμως οδηγούνε κάπου, εκεί που ίσως να έχουμε ξαναπάει, αλλά που δεν το θυμόμαστε. Θα το δούμε παρακάτω.

Όσο και να προσπαθήσει κανείς, δεν μπορεί να εκλογικεύσει την ποίηση και είναι υποχρεωμένος απλά να φιλολογεί. Γι’ αυτό μέσω της φιλολογίας προσπαθώ να είμαι απλός.
Η τέχνη των τεχνών λοιπόν, όσο κι αν έψαξα, όσο κι αν διάβασα για την ποίηση, τριανταπέντε χρόνια τώρα, δεν βρήκα έναν ορισμό στο γιατί, είναι η τέχνη των τεχνών. Μα θα μου πείτε, και το βρήκες τελικά εσύ;
Και θα σας πω όχι, την άποψή μου λέω έως ότου, διαβάσω κάτι άλλο που να με πείσει ότι κάνω λάθος και αμέσως, όχι μόνον θ’ αλλάξω άποψη αλλά θα γίνω θιασώτης και της πλέον σωστής. Μέχρι τότε, γνωρίζω πως ότι γράφω, τριανταπέντε χρόνια τώρα, με πεντέμισι χιλιάδες ποιήματα και πλέον, το κάνω χωρίς υλικά, δίχως πρώτες ύλες. Κάπου πάω, όλοι μας κάπου πάμε, και αυτό είναι ο μυστικός δρόμος της ποίησης, η απόλυτη μύηση, όχι για να γράψει κανείς το καλύτερο ποίημα, αλλά για να γνωρίζει απλά τη διαδρομή, και το τέλος, εάν υπάρχει! Το ότι μπορεί κανείς να είναι γνώστης, ή μύστης, ή πείτε το όπως θέλετε δεν προϋποθέτει ότι θα είναι και καλός ποιητής, ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Δεν είναι αυτό η υπέρτατη χαρά και ευλογία παρά μονάχα, η γνώση. Τότε δεν χρειάζεσαι την ποίηση, γίνεσαι ποίηση. Η ποίηση, κρύβει όλη την τέχνη.

«Ο Whistler είπε: «Η Τέχνη συμβαίνει». Δηλαδή, υπάρχει κάτι το μυστηριώδες στην τέχνη. Θα ήθελα να διαβάσω τη φράση του με ένα νέο νόημα. Θα έλεγα: Η τέχνη, συμβαίνει κάθε φορά που διαβάζουμε ένα ποίημα».

Ο Μπόρχες έλεγε: «Τί σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέας; Σημαίνει απλώς το να είμαι πιστός στη φαντασία μου. Όταν γράφω κάτι, το σκέφτομαι όχι ως πραγματικά αληθινό (το απλό γεγονός είναι ένα πλέγμα από περιστάσεις και τυχαία συμβάντα), αλλά ως αληθινό ως προς κάτι βαθύτερο. Όταν καταστρώνω μια πλοκή, τη γράφω γιατί κατά κάποιον τρόπο πιστεύω σ’ αυτήν – όχι όπως πιστεύει κάποιος στην ιστορία αλλά όπως πιστεύει σε ένα όνειρο ή σε μιαν ιδέα».

Έτσι λοιπόν, λανθασμένα οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η ποίηση είναι απλά μια ιδέα, μια έμπνευση ή ακόμη, ένα τυχαίο συμβάν, μέσω μιας παρατήρησης χωρίς να ασχολείται ποτέ κανείς, γιατί άραγε βρέθηκε εκεί, γιατί άκουσε ότι άκουσε και γιατί στο τέλος, έτυχε να είναι και ποιητής, ένα κομμάτι της ποίησης, ή η ποίηση, να είναι ένα κομμάτι του. Να βρήκε αυτός την ποίηση, ή η ποίηση να τον βρήκε. Προσπερνούμε τις (συμπτώσεις), σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό, δεδομένο στην υλική μας υπόσταση, σαν κάτι που συμβαίνει μαζί με όλες τις καθημερινές μας εκφάνσεις.

Επιτρέψτε μου να πω πως όλα τα παραπάνω, όπως και τα παρακάτω, αφορούν μόνον όσους θέλουν ν’ ασχοληθούμε ή ασχολούνται ήδη σοβαρά με την ποίηση διότι είναι της πάση γνωστό, ότι οι περισσότεροι, είναι ή γίνονται ποιητές για προσωπικό κι εγωιστικό λόγο ή και ακόμη, δεν ξέρουν το γιατί και απλά, λένε ότι είναι ποιητές. Να θυμίσω εδώ τον Νίτσε ο οποίος είπε πως: «οι ποιητές, είναι αναιδείς με τα βιώματά τους, τα εκμεταλλεύονται».
Ποίηση δεν είναι το εγώ, αλλά όλα τ’ άλλα, και θα πρέπει κανείς να νιώθει κανείς γι’ αυτήν, ανείπωτη αγάπη. Το αν θα την αγαπήσει όμως ή όχι, είναι προσωπικό θέμα, ίσως πρώτα θα πρέπει ν’ αγαπήσει τον εαυτό του μα όμως, θα πρέπει να της δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό που της πρέπει. Στο τέλος - τέλος, αυτή δεν μας έχει ανάγκη, εμείς την έχουμε. Είδατε λοιπόν ότι δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε δυστυχώς την φιλολογία.

Θέλω να πιστεύω ότι δόθηκε η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, στο γιατί τέχνη των τεχνών. Ας πάμε παρακάτω, βαθύτερα, αλλά πριν όμως είναι αναγκαίο να παραθέσω εν τάχει τις απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για την ποίηση και θα το κάνω, με ένα μικρό δείγμα με πηγή:
(Θ. Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2002.)

Οι απόψεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για την ποίηση

Η αρνητική στάση του Πλάτωνα απέναντι στην τέχνη
Ο Πλάτωνας είναι ο πρώτος φιλόσοφος που ασχολήθηκε συστηματικά με την αξία της ποίησης και της τέχνης γενικότερα. Η ιδέα που σχημάτισε αυτός για την τέχνη κάθε άλλο παρά θετική υπήρξε. υποστήριξε ότι η τέχνη, στην ελεύθερη έκφρασή της, δεν είναι απλς άχρηστη αλλά και "επικίνδυνη" για την κοινωνική ζωή.
Οι λόγοι που προέβαλε ο Πλάτωνας, για να αποδείξει την αρνητική σημασία της τέχνης, είναι δύο. Αφ' ενός υποστήριξε ότι υποβαθμίζει την αλήθεια, αφ' ετέρου ισχυρίστηκε ότι υπονομεύει την αρετή.
Η υποβάθμιση της αλήθειας
Ο Πλάτωνας διέκρινε την πραγματικότητα σε δύο επίπεδα: στον κόσμο των ιδεών, όπου υπάρχουν τα αληθινά όντα, και στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, όπου υπάρχουν τα αντίγραφα, τα είδωλα των αληθινών πραγμάτων.
Από τις δύο αυτές κατηγορίες όντων, η τέχνη, κατά τον Πλάτωνα, αναπαριστά τα αισθητά πράγματα. Τα έργα τέχνης είναι "απομιμήσεις" των πραγμάτων που παρατηρούμε με τις αισθήσεις μας. Με άλλα λόγια, η τέχνη δεν κάνει τίποτε άλλο από το να "αντιγράφει τα αντίγραφα" των αληθινών πραγμάτων. Τα έργα τέχνης είναι απομιμήσεις που απέχουν "δύο φορές" πιο μακριά από την αληθινή πραγματικότητα.
 Η τέχνη, καθώς, αντί να μας φέρνει κοντά στην αλήθεια, αναπαράγει και επαυξάνει την απάτη και το ψεύδος του αισθητού κόσμου, καθίσταται επικίνδυνη για τον άνθρωπο και γι' αυτό θα πρέπει να απαλειφθεί από τη ζωή μας. Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τους καλλιτέχνες προς τους σοφιστές και τους θαυματοποιούς, που οι τύραννοι εύκολα μπορούν να τους μεταχειριστούν, για να εξαπατήσουν τον όχλο και να επιτύχουν έτσι τα άνομα σχέδιά τους.
Η υπονόμευση της αρετής
Αλλά η τέχνη, όπως ελέχθη παραπάνω, δεν είναι επίσης επικίνδυνη μόνο γιατί με τα πλαστά έργα της μας εξαπατά. Είναι επίσης επικίνδυνη, κατά τον Πλάτωνα, γιατί υπονομεύει τον ηθικό τρόπο διαβίωσής μας.
Δεν έχει παρά να εγκύψει κανείς στα μεγαλύτερα ποιήματα, στα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, και στις τραγωδίες, για να το διαπιστώσει αυτό. Μπορεί να δει κανείς εκεί να αναπαριστάνονται οι θεοί κατά τρόπο αισχρό, πράγμα που δεν ταιριάζει με τη θεία ιδιότητά τους, και να υπονομεύονται αρετές, όπως η εγκράτεια και η ευπρέπεια. Οι φόνοι, οι δολοπλοκίες, οι προδοσίες, οι μοιχείες και άλλες αποτρόπαιες πράξεις, που καμιά κοινωνία δε θα τις ήθελε στους κόλπους της, αποτελούν βασικά θέματα των τραγικών έργων.

Η μουσική επίσης, με εξαίρεση το δωρικό και το φρυγικό μέλος, που προάγουν την ανδρεία και την εγκράτεια, κάθε άλλο παρά βοηθάει στην ηθική ανύψωση του ανθρώπου. Τα άλλα είδη μουσικής, το λυδικό και το ιωνικό, που καλλιεργούν τη θλίψη και τη μαλθακότητα, θα πρέπει, κατά τον Πλάτωνα, μαζί με τη διδασκαλία των τραγωδιών και τη μελέτη ποιητικών έργων, όπως εκείνων του Ομήρου και του Ησιόδου, που καταστρέφουν την ηθική υγεία των ανθρώπων, να απαγορευθούν. Αντί αυτών, οφείλουν οι μητέρες από νωρίς να διηγούνται στα παιδιά τους παραμύθια, όπου εξαίρονται οι διάφορες αρετές.

Η καθολικότητα της ποίησης
Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλλει την τραγωδία, την ποίηση γενικότερα, προς την ιστορία.
Η ιστορία ασχολείται με το "ατομικό" και το "μερικό". Ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει από τη μια πλευρά γεγονότα που εκδηλώθηκαν σε ορισμένες χρονικές στιγμές και συγκεκριμένο τόπο, και από την άλλη πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες.
Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση αποσκοπεί στην παρουσίαση του "καθολικού", εκείνου που ξεπερνάει τα όρια μιας συγκεκριμένης χρονικής εποχής και τα σύνορα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Ο Αχιλλέας, για παράδειγμα, μέσα στο έπος του Ομήρου, μπορεί να φέρεται ότι έζησε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ορισμένης εποχής και μιας συγκεκριμένης περιοχής της γης, αλλά δεν προβάλλεται ως ένα τέτοιο πεπερασμένο πρόσωπο. Είναι ο "καθολικός" τύπος ηρωικού προσώπου, που ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε χώρας το νιώθει ως σύγχρονό του και μπορεί να εμπνευσθεί από αυτό.
Τέτοιου είδους καθολικά πρόσωπα, ικανά να μας εμπνεύσουν ιδανικά και να δώσουν άλλη διάσταση στην καθημερινή, ασφυκτικά περιορισμένη ζωή μας, επιχειρεί να μας παρουσιάσει η τραγωδία. Έτσι ο Σοφοκλής στο πρόσωπο της Αντιγόνης, στην ομώνυμη τραγωδία του, δεν αναπαριστά απλώς την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά παρουσιάζει το "γενικό" τύπο του ανθρώπου που τιμά τους νεκρούς του και σέβεται το θείο νόμο σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να μη διστάζει να θυσιαστεί κιόλας προκειμένου να τον τηρήσει.
Μετά τα παραπάνω, εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πλέον, έχουμε πρόβλημα, στο να μιλήσουμε εμείς για την ποίηση ή στο να αντιδιαστείλουμε τις απόψεις του μεγάλου φιλοσόφου Πλάτωνα.

Θα μπορούσαμε να πούμε ίσως δυστυχώς ναι, ο ποιητής δεν δημιουργεί τίποτε, απλώς αντιγράφει απ’ τον κόσμο ίσως των ιδεών γιατί απλά, δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει γιατί ήδη, τα δημιούργησε ο πρώτος ποιητής. «Άρα η πραγματικότητα, είναι όντως σε δύο επίπεδα. Τον κόσμο των ιδεών, όπου υπάρχουν τα αληθινά όντα, και τον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, όπου υπάρχουν τα αντίγραφα, τα είδωλα των αληθινών πραγμάτων». Εύλογα θ’ αναρωτιέται κανείς εάν η ανθρώπινη υπόσταση και διάσταση είναι ο κόσμος των αισθήσεων, ή ο κόσμος των ιδεών.

Ίσως να χρειάζεται ευθυκρισία και αντίληψη στο τι είναι αλλά ίσως και να είναι πολύ απλό. Εμείς θα σταθούμε στο τι, και που πάει ο ποιητής. Σίγουρα σε μια διαφορετική ενεργειακή δομή, που τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει αλλά δεν έχει αυτό σημασία. Σημασία έχει, με τι πάει εκεί.
Απλά με την επιθυμία, ή έχει ενδόμυχα της μνημοσύνες εκείνες που τον οδηγούνε εύκολα σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που (άθελά του γνωρίζει), ότι τα πάντα μέσω της επιθυμίας γίνονται πραγματικότητα. Ποια πάντα όμως; Μπορεί άραγε να γεννήσει κάτι νέο, κάτι που ξέφυγε από τον πρώτο ποιητή; Φυσικά όχι, όμως εκείνα τα πάντα, που στην φυσική υπόσταση δεν μπορεί να δημιουργήσει. Άρα, σωστά μιμείται αλλά γιατί; Ποια ανάγκη τον κάνει να σκάβει κάθε φορά και βαθύτερα, όπως ο Καζαντζάκης στην ασκητική του λέει:

Σκάψε! Τι βλέπεις;
Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος.
Θα ΄ναι ο θάνατος.
Σκάψε ακόμα!

Φυσικά, δύσκολα ο ποιητής πιστεύει ότι μιμείται. Το ότι μπορεί επί παραδείγματι να δημιουργήσει στο φεγγάρι μιαν αυλή γεμάτη με δυοσμαρίνες και υάκινθους, θεωρεί ότι εκ του μηδενός ποιεί, και αποφεύγει να δει ότι τα πάντα, είναι ήδη γνωστά και απλά ο ποιητής, είναι μονάχα ίσως ένας κλέφτης των ιδεών, και τα μεταφέρει απλώς, σε μιαν άλλη πραγματικότητα. Κι ας πούμε ότι είναι έτσι. Με τι όμως πηγαίνει σε μιαν άλλη πραγματικότητα, αφού στην ποίηση δεν λειτουργεί με την λογική και τον ορθολογισμό. Και ο κόσμος των ιδεών, πόσο μακριά είναι, και σε ποια ενεργειακή δομή; Άρα, δεν γνωρίζει εάν γίνεται επισκέπτης με την (αιθερική του δομή, την αστρική, την πνευματική κλπ.), απλά λέει σκέφτομαι ή έχω έμπνευση και φυσικά, δεν γνωρίζει και κατά πόσο του επιτρέπεται αυτό και ποιο το αντίτιμο. Το μόνο που τον ενδιαφέρει, είναι η δημιουργία. Δηλαδή, ας πούμε (ένας μικρός θεός), και αυτό στο τέλος δίνει έπαρση, και υπονομεύει κατά τον Πλάτωνα την ηθική. Και φυσικά τότε, οι ποιητές δεν έχουν τα εχέγγυα για μια ιδανική πολιτεία παρά μονάχα, έναν ιδεατό κόσμο όπου το σύμπαν, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό τους.

Αρκετοί είναι οι ποιητές που προχώρησαν πέρα από τα πεπραγμένα, δηλαδή απλά το να γράφει κανείς και να νομίζει, ότι γράφει ποίηση. Ερωτηματικά αλλά και απαντήσεις, θα βρει κανείς τόσο σε έλληνες ποιητές όπως και ξένους όπου ο καθένας, με τον δικό του τρόπο χρωματίζει το επέκεινα απ’ την ανθρώπινη υπόσταση. Θα το δει σε μεταφορές και αλληγορίες, θα το δει σε επαναλαμβανόμενες λέξεις διαφορετικών ποιητών. Στον Ελύτη, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, τον Καζαντζάκη, τον Πεσσόα, τον Μπωντλαίρ, θα το δει ίσως και στην αγωνία των καταραμένων ποιητών, ίσως στην αέναη προσπάθειά τους ν’ ανακαλύψουν τι είναι αυτό που γράφουν, γιατί γράφουν, γιατί συγχρόνως νιώθουν τόσο πλούσιοι, αλλά και τόσο φτωχοί, τι είναι αυτό που ξέρουν ότι αγγίζουν, αλλά που είναι όμως και τόσο μακριά. Τόσο γνώριμο, και τόσο ξένο, τόσο καλό, και τόσο κακό.

Η Μαρίνα Τσβετάγεβα, Ρωσίδα ποιήτρια είπε:
(Ποίηση, τι πολλούς που κατέστρεψε, τι λίγους που έσωσε).

Έτσι λοιπόν, όλοι οι ποιητές κάπου πάνε. Και για να είμαι δίκαιος όσο αυτό κι αν πειράζει πολλούς θα πω στο τέλος, όχι όλοι, γιατί είναι αρκετοί εκείνοι που απλά γράφουν, για να γράφουν, ή για να λέγονται ποιητές. Ας μείνουμε όμως σ’ αυτούς που την σέβονται και μαθαίνουν από αυτήν την ταπεινότητα και ας πούμε, ότι κάπου πάνε. Πού όμως; Ο Φρόιντ το γνώριζε ίσως και γι’ αυτό είπε πως: «όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, πολύ πριν από μένα, είχε πάει εκεί, ένας ποιητής».

Τόσο μακριά, ή τόσο κοντά. Εδώ καλείται να το ανακαλύψει κανείς πάντοτε μόνος του. Η μόνη βοήθεια που μπορεί να έχει, είναι να του δείξει κανείς τον δρόμο, όπου μόνος θα τον διαβεί έχοντας φυσικά τα απαραίτητα εχέγγυα. Κάποια από αυτά, είναι η ηθική και η αρετή. Ποιητές χωρίς ηθική, γίνονται μόνον κακοί ποιητές. Στον πηγαιμό όμως για το γνωστό άγνωστο, όπως πολύ σωστά είπε ο Ζουμπέρ Τζόζεφ, «δεν θα βρεις την ποίηση πουθενά, αν δεν κουβαλάς και λίγη μαζί σου» θα πρέπει, να γνωρίζει κανείς τι έχει, γιατί το έχει, και πως αυτό το διαχειρίζεται. Η ποίηση, κάνει τόσο καλό, όσο και κακό, και δεν εξαρτάται μόνον από τον διαχειρισμό της αλλά πολύ περισσότερο, από τη γνώση του γιατί σου δόθηκε. Η κατανόηση των πραγμάτων, φέρνει στο τέλος την απλότητα και η απλότητα, φέρνει την ευτυχία.

Το πώς και το εάν κανείς συνειδητά θ’ ανακαλύψει τον (επισκέψιμο) χώρο των ιδεών ή των αισθήσεων δεν είναι η αρχή, μα ούτε και το τέλος της ποιητικής γνώσης γιατί στο τέλος, πιθανών να ανακαλύψει κανείς ότι είναι συναϊδιος η μη, της μερικής δημιουργίας. Εξαρτάται πάντοτε από το γιατί. Αυτό είναι η γενεσιουργός αιτία της φιλοσοφίας, των μαθηματικών, της αστρονομίας και άλλα, αλλά που όμως, δεν έχουνε το ίδιο αποτέλεσμα με την ποίηση. Η ποίηση, θα πρέπει να ξεκινά ίσως από ένα γιατί, αλλά θα πρέπει συγχρόνως να είναι προσδιορίσιμο και εμφανές το δια ταύτα. Δεν μπορεί ότι δεν καταλαβαίνουμε, να το κάνουμε ποίηση, προσπαθώντας έτσι να δείξουμε ότι είμαστε λίγο ψηλότερα από τους (κοινούς θνητούς), κι ένας κενότατος Άγιος Βασίλης, δίχως δώρα για τα μικρά παιδιά.

Ο ποιητής, υποψιάζεται ότι ήτανε και θα είναι πάντοτε ένα πνευματικό όν, όπως και ο κάθε άνθρωπος και που στο τέλος ίσως, γι’ ακόμη μια φορά βιώνει την ανθρώπινη υπόσταση και διάσταση και αυτό τον κάνει, να θέλει ελεύθερα να δημιουργεί όπως έκανε στον (αληθινό κόσμο) αλλά αυτή τη φορά, έχει να ξεπεράσει έναν μεγάλο εχθρό, το εγώ του.

Μπορεί ο άλλος κόσμος, ο αληθινός, να έχει πράγματι αίμα πράσινο, σύμφωνα με κάποιους ποιητές, αλλά δεν φτάνει η γνώση της χρωματολογίας ή της αριθμολογίας για να πάρει κανείς τις απαντήσεις που πρέπει, ή που επιθυμεί. Θα μου πείτε στο τέλος, γιατί η ποίηση να είναι τόσο δύσκολο πράγμα. Ποτέ δεν είπα ότι είναι δύσκολο, μα ούτε και εύκολο. (Απλά ένας μικρός θεός, θα πρέπει αν μη τι άλλο, να έχει τις γνώσεις της δημιουργίας του). Φυσικά, δεν συνάδει να τις έχει μετά την δημιουργία αλλά για τους ποιητές, ποτέ δεν είναι αργά, κι έχω πει αρκετές φορές πως ο κόσμος, πάντοτε ήτανε έτοιμος για την ποίηση, οι ποιητές δεν είναι, γιατί όσοι δεν μπορούν να πετάξουν με τους αητούς, στήνουν ξόβεργες στα σπουργίτια, κλέβοντας κι αυτό ακόμη το πέταγμά τους αλλά ξεχνούνε πως είναι, πάντοτε χαμηλά ενώ η ποίηση, είναι πάντοτε ψηλά και άχραντη και αν θέλεις να την φτάσεις, λυπάμαι που θα το πω αλλά είναι μονόδρομος. Θα πρέπει μόνον ν’ ανέβεις.

Όλοι έχουνε προσπαθήσει να χρωματίσουν την ποίηση, όχι να την προσδιορίσουν γιατί δεν γίνεται, απλά μοιάζει σαν ένας ψεκασμός στο αόρατο μην τυχόν, και πάρουμε κάποια έστω θολή εικόνα.

Έτσι κι εγώ κατά καιρούς έχω πει διάφορα. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω μόνον δύο.

«Όταν κάποιες λέξεις σε κάνουν να πεθαίνεις και αυτό σου δίνει ζωή, είναι ποίηση».

«Ποίηση, δεν είναι αυτό που σου δίνει φτερά για να πετάξεις αλλά αυτό, που σου μαθαίνει ότι για να πετάξεις, δεν χρειάζεσαι φτερά».

Όσο όμως συλλογίζομαι τις λέξεις που ο Πυθαγόρας  έλεγε στους μαθητές του αλλάζω γνώμη, έλεγε πως: «κάποτε, μετά ίσως από εκατομμύρια χρόνια, θα είμαστε πάλι εδώ, στην ίδια άμμο, και θα σας λέω τα ίδια πράγματα, και θα κάνω τα ίδια σχήματα». Προσδιορίζοντας την απόκρυφη έννοια του κύκλου. Όλα τελειώνουν κάποια στιγμή, και ξαναρχίζουν απ’ την αρχή και απόλυτα το ίδιο.

Αυτό με κάνει, μαζί φυσικά με το περί ποιητικής του Αριστοτέλη και την Πολιτεία του Πλάτωνα, όσο και να μην μου αρέσει στο τέλος να πω πως, «ποίηση, είναι η ανάγκη να επαναλαμβάνεσαι για να υπάρχεις».

Όσο όμως είμαστε ακόμη στον κύκλο, αυτό που έχει αξία είναι η απλότητα. Να ονειρεύεσαι απλά, να τρως απλά, να σκέφτεσαι απλά, να γράφεις απλά, και ν’ αγαπάς απλά.

Δεν ξέρω εάν μέσω της φιλολογίας, έδωσα ένα έστω μικρό στίγμα, μιας, ας μου επιτραπεί ατραπού, προς την πηγή της ποίησης. Το θέμα είναι, να υπάρχουν γιατί, και πως; Όποιος ψάχνει, πάντοτε βρίσκει.

Ας μου επιτραπεί τέλος, να κλείσω μ’ ένα ποίημα, κάτι που δεν θ’ άρεσε στον Πλάτωνα αλλά μέσω της ποίησης, προσπαθώ κι εγώ να λάβω περισσότερη γνώση του (αληθινού) κόσμου. Συνοψίζοντας ίσως έτσι, μέσω ενός ποιήματος, τα ερωτηματικά μου, τις διαπιστώσεις μου, αλλά και τις προσδοκίες και ο τίτλος είναι: «Ένα κομμάτι ποίησης»


Ένα κομμάτι ποίησης





Και τι να πω για τ’ άχραντα και ιερά μυστήρια
αυτά που κρύβει η ποίηση κι από τους αγγέλους
μοιάζει μου άγαλμα γνωστό δίχως μου αποκαλυπτήρια
άγνωστος ο ποιητής, κι άγνωστες πρώτες ύλες
γνωστή του τέλους η αρχή, κι όχι η αρχή του τέλους.

Και τι να πω μου λογικά παράλογα που αντέχω
όσα ο νους μου κι αν θωρεί, με πόνο τα ζυγώνει,
είναι σαν στήνω ξόβεργες και ξόβεργες δεν έχω
που όμως πιάνονται πουλιά, πιάνονται τα φτερά τους
και που στο τέλος μοναχά, κρατώ το πέταγμά τους.

Και τι να πω με τη φωνή και τη φτωχή λαλιά
που όσα ο νους μου κι αν θωρεί, θωρεί μα δεν τα βλέπει,
μοιάζουν οι λέξεις χούφτα μου και άμμος μια σταλιά
μα άμμο την άμμο κτίσω μου σκαλιά ίσα με πάνω
εκείνα που ο ποιητής, στο τέλος αποβλέπει.

Μπορεί να είναι εγωισμός, μπορεί όμως και τίποτα
πάντως τα μόνα που αφορά, είναι τα ανείπωτα
αυτά που ονειρεύομαι και δεν θωρεί το μάτι μου,
δεν θέλω απλά να είμαι, ένα κομμάτι ποίησης
αλλά η ποίηση, να είναι ένα κομμάτι μου.



*******************


 Κυριάκος Κυτούδης. Καθηγητής ποίησης της International Art Academy


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου