Στιγμές ονείρου
Κι έλεγα μέσα μου ξανά, μπόρα είναι
θα περάσει
κι ωσάν
πιστός αφέθηκα σε μιαν αντίρρησή μου
όντας
περήφανος αρλεκίνος, σ’ αυτό το τσίρκο της ζωής.
Μεσ’ στα
της ψυχής μου τ’ απόκρυφα
ακόμη το δάκρυ μου χαλάζι
ακόμη το δάκρυ μου χαλάζι
που ο
χειμώνας άκομψα και πρόωρα αγκάλιασε
και η
παλέτα, μαύρισε, φύλλο ξερό πια κι έγινε το πινέλο.
Τι άραγε
ν’ απέγινε κείνη η σπίθα η μικρή
που πάντα
εφλέγετο στο ατέλευτο του χρόνου
και που
σαν φοίνικας, ξαναγεννιόταν απ’ τις στάχτες
δίνοντας,
ελπίδες αμυδρές στην καρδιά ενός παιδιού.
Τι άραγε
ν’ απέγινε, ο νόστος για επιστροφή σ’ αυτό που…
κάποιοι
ονόμασαν Ιθάκη
άλλοι,
Παράδεισο, Νιρβάνα, εγώ, Πατρίδα.
Βρέθηκα
σε μιαν απορία μου χαμένος
σε μια
χώρα που ποτέ δεν έζησα μονάχα,
απ’ αυτές
που εγώ μπορούσα να πετώ
με
φτερωτά σανδάλια ενώ οι άλλοι,
πάσχιζαν
να γαντζωθούν
σε μια
επίγεια σανίδα σωτηρίας.
Η άμμος
του χρόνου,
σήμανε τη
λήξη σε μια στιγμή μονάχα
και τότε…
απλά κατάλαβα.
Δεν συλλογίστηκα πως τάχα ν’ άρχισε η μπόρα
και πως
Ήλιος κι η Σελήνη, σαν το ντουέτο της διχόνοιας
ενώθηκαν
σε μιαν έκλειψη που τώρα πια…
άφοβα να
ξαναντικρίζω, μπορώ από ψηλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου