Μικρή
χρυσομελένια
Ροδόσταγμα ανέβλυσε απ’ την κρυφή της έγνοια
και απ’ του πόνου
σφούγγιξε την αρμυρή ματιά της.
Σαν γλαυκομάτα
του Μαγιού και αηδονούσα κόρη,
βγάλαν κρυφά οι
πλάτες της, λευκά τα φτέρουγά της
έβγαλε ξάφνου κι
η ανεμόδαρτη, και μύρο η λαλιά της.
Σπαθίζουν κόντρα
τα μαλλάκια της στον τ’ ουρανού δροσάνεμο
κι ανθίζουν
κόκκινοι οι άμπελοι στα πόδια της απάνω,
και πιο ψηλά,
γλυκό στο στήθος της να κελαηδά το νάμα.
Δακρύζει ο ήλιος
στα κρυφά και τα πουλιά πονάνε,
κλαίνε κι οι αγγέλοι
στα ψηλά, τη δυστυχιά να διώξουν.
Μιλούν τα δέντρα
τις νυχτιές και με τ’ αστέρια γνέφουν
παρακαλούνε ταπεινά,
ένα φεγγάρι τους ολόγιομο να φέγγει,
να ιδούν κι αυτά
αμίλητα, το άγιο, περήφανα κορμί της.
Μια υπόσχεση
βαστά στα μέσα της και σεργιανά μονάχη
λαχτάρα κρύβουν τα
ματάκια της και σ’ ουρανούς την λέγει.
Οπώς την είδε
εκείνος μια φορά, άλλο κανείς δεν την εβλέπει.
Ζηλεύουν κόμα κι
οι θεοί που’ χει την ομορφιά της τόση,
ζηλεύει κι όλη η
πλάση τους μαζί και η Αφροδίτη ακόμα.
Καλότυχη της λεν
η μοίρα σου, μα πόνο ακόμα δεν θα ξαποστάσεις,
μέχρι πλεξούδες
να γενούν οι δάφνες σου και λαμπαδίσουν τα μαλλιά σου.
Μέχρι τα ρόδινα
λαγόνια σου, φιλόξενα να σου κονέψει
κι όλα σου μέσα
φωναχτά να τραγουδούν μακριά την έγνοια.
Φίλιωσε μέσα σου
τον πόθο του θεού σαν έρθει να σου γνέψει
που σ’ έπλασε κι
αυτός φιλί, μικρή χρυσομελένια.
Είναι πράγματι σα να διαβάζει κανείς Βάρναλη, Παπαδιαμάντη ή κάποιον άλλον
ΑπάντησηΔιαγραφήμεγάλον ποιητή. Εύγε!