Αμύριστος
Μα ποιος τον είδε
στα φεγγάρια μυστικά του να γυρνάει
πάντα με χείλη ξέδιψα απ’ της ζωής τον
μούσκο
να του μιλάς με την σιωπή κι αυτός να σ’
απαντάει
να κόβει ρόγες σταφυλιών και να τις κάνει
μπρούσκο.
Και ποιός τον είδε πίνοντας τις στράτες να
διαβαίνει
για μιαν Ιθάκη τ’ ουρανού και να
κρυφοκοιτάει
θανατηφόρες θύμισες πίνει μα δεν πεθαίνει
όλου του πόνου το κρασί κι όμως να μην
μεθάει.
Στο γαλανό ποιός τον αντάμωσε να παίζει με
την μοίρα
και να ‘χει του για εξάντα των αστεριών την
άχνη
να πίνει κύματα θολά φτύνοντας την αλμύρα
και με τον φλοίσβο αγκαλιά, δικιά του
αλισάχνη.
Ποιος στον γιαλό τον θώριασε να βάζει του
πορφύρα
και να κερνάει στις μέλισσες των φεγγαριών
την γύρη
μ’ αβερτοσύνη η αγάπη του και να κρατάει
την φύρα
σαν αποκάμει τις βραδιές σε όστρακο να
γείρη.
Και ποιος τον είδε να φυτεύει σε εποχές
φιλύρα
να τριγυρνάει τα σύμπαντα και να ‘ναι του
αγύριστος
μαζί με τον Διόνυσο να γλυκοπαίζει λύρα
να ‘ναι αυτός η άνοιξη, και όμως του
αμύριστος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου