Τι όμορφα που μοιάζεις
Τι όμορφα που μοιάζεις,
σαν τα ριπίδια του
γαλάζιου στων αστεριών τα στέκια
σαν τους ροδαμούς
του φεγγαριού ντυμένο με φιλύρα
σαν χρυσό στημόνι
μοιάζεις που γνέθουν οι Ευμενίδες
στους αγγέλους που
ξυπνούν κι αμέσως παίζουν λύρα.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν τ’ αειπάρθενα
νερά ανθοστόλιστης κρυφής αυλής
σαν γλυκιά πρωτολαλιά
μιας αηδονούσας καλημέρας
μοιάζεις... σαν
αλικόπλαστη μορφή σε γύρω μελισσών
μέλι σα γνέθουν οι βασίλισσες στο πέρασμα της
μέρας.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν προσευχή
απάνεμη μες τους τρελούς βοριάδες
σαν την γλυκιά την
προσμονή ενός μικρού χελιδονιού
σαν την ευχή μιας
μαργαρίτας με όνειρα χιλιάδες
κι άγιο κρασί ενός μπρούσκου, από άρωμα
φιλιού.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν ένα
ηλιοτράγουδο σε πληγωμένα μέρη και ανήλια
σαν την πρωτόλευκη
την Πούλια σε ουρανού αγνάντι
και σαν, σαν χρυσοκέντητος ανθός μελίχαρα τα
χείλια
σε χώμα αδιάβατο και λάβρο, να μοιάζεις σε
διαμάντι.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν ανοιχτάρι
γαλανό κι αφρός σε κοραλιών παιχνίδι
και ασπρογιάλιστα
τα όστρακα να μοιάζουν σε περβόλι
σαν διάσελο στων
ομματιών στο χρώμα και στολίδι
μοιάζει βαθιά στο
γαλανό, η πιο ωραία πόλη.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν τη θερμάστρα
στα φτερά ενός σπουργιτιού ωραίου
που έχασε το
πέταγμα απ’ το κρύο και παγώνει
σαν θαλπωρή απ’ το
ζεστό ενός καιρού λαθραίου
μιας ώρας δίχως
χρόνο ποτέ που δεν τελειώνει.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν Άδμητος ιδέα
και λευκή σε άγνωστη ειμαρμένη
που δεν υπάρχουν
λέξεις κανείς για να προφέρει
δίχως μελάνι και
στυλό χωρίς ζωγραφισμένη
και όμως ανάσα σου
‘δωσε μαλαματένιο χέρι.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν θέσφατο των
αστεριών και φεγγαριού ιδέα
απ’ τα σοκάκια των
Θεών κρυφή επιθυμία
μαρμαρυγή αγγέλων
με τα φτερά ωραία
ενώνοντας γη κι
ουρανό σ’ απόλυτη χημεία.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν συναξάρι σ’
εκκλησιά και θυμιατού λιβάνι
σαν φλόγα σε
κορμοστασιά και φως μες το σκοτάδι
σαν κάποια λέξη
ανείπωτη που κι η ευχή τα χάνει
αέναη η γέννηση κι
αειπάρθενο το χάδι.
Τι όμορα που
μοιάζεις,
σαν το γιορτάσι των
αετών σε Βίγλες των ορέων
που ζωγραφίζουν απ’
τη γη όσα είδαν τα μάτια
που χορτασμένα απ’
το ψηλά στον ύπνο των δικαίων
σιμά δείχνουν στα
όνειρα κείνα τα σκαλοπάτια.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
από στημόνι ξόβεργα ονείρατα που πιάνει
σαν υφαντό
δυοσμοσταλιάς και γιασεμιού το άσπρο
γαλάζιο κέντημα
αστεριών η ευχή που δεν το φτάνει
κάπου σε κάποια
κορυφή, σε αστεριού το κάστρο.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν χάδι προσμονής
σε φθινοπώρου φύλλα
σαν κόλλα κερασιού
στου κοτσανιού το τέρμα
που κόντρα στους
βοριάδες μεταξωτή μαντίλα
σκεπάζεις τα φτωχά
όσο κρατάει το γέρμα.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
σαν τη δροσούλα που
φέρνει το πέρασμα της μέρας
που τα μαλλιά
χαϊδεύει και λούζει το φεγγάρι
σαν σκίρτημα
χαρταετού και αγκαλιά που ο αγέρας
σε πάει ταξίδι
απάνεμο και σ’ αγαπάει σφουγγάρι.
Τι όμορφα που
μοιάζεις,
και μοιάζει όλος ο
κόσμος μου γιασεμομύριστο φιλί
και νιώθω σε
πρωτόγνωρα φεγγάρια πως βαδίζω
μπορεί για όλον τον
κόσμο, εσύ να είσαι κάτι
για μένα αυτό το
κάτι, να είναι όλος ο κόσμος μου,
δεν θέλω να ‘σαι
δίπλα μου επειδή με αγαπάς
αλλά αυτή σου την
αγάπη, θέλω να την αξίζω.
Τι όμορφα που
μοιάζεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου